συνασκώ: Difference between revisions
From LSJ
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έω, ΜΑ [[ἀσκῶ]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> ασκούμαι στον μοναχικό βίο [[μαζί]] με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασκώ]] ή [[εξασκώ]] κάποιον σε [[κάτι]] [[ακόμη]]<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να ασκηθεί σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[εκπαιδεύω]] κάποιον πλήρως («[[πανταχόθεν]] ἑαυτὸν συνασκῶν», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>4.</b> [[συνεργώ]] σε [[κάτι]]<br /><b>5.</b> [[επεξεργάζομαι]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>6.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ανακατεύω]] [[μίγμα]]<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>συνασκοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />ασκούμαι σε [[κάτι]] έντονα<br /><b>8.</b> (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ.) <i>συνησκημένος</i><br />επιμελημένος<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «συνησκημένη [[ἕξις]]» — [[συνήθεια]] που αποκτήθηκε [[μετά]] από έντονη [[άσκηση]] <b>(Φιλόδ.)</b><br />β) «συνησκημένη [[παρατήρησις]]» — έντονη [[παρατήρηση]] <b>(Φιλόδ.)</b>. | |mltxt=-έω, ΜΑ [[ἀσκῶ]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> ασκούμαι στον μοναχικό βίο [[μαζί]] με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασκώ]] ή [[εξασκώ]] κάποιον σε [[κάτι]] [[ακόμη]]<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να ασκηθεί σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[εκπαιδεύω]] κάποιον πλήρως («[[πανταχόθεν]] ἑαυτὸν συνασκῶν», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>4.</b> [[συνεργώ]] σε [[κάτι]]<br /><b>5.</b> [[επεξεργάζομαι]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>6.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ανακατεύω]] [[μίγμα]]<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>συνασκοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />ασκούμαι σε [[κάτι]] έντονα<br /><b>8.</b> (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ.) <i>συνησκημένος</i><br />επιμελημένος<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «συνησκημένη [[ἕξις]]» — [[συνήθεια]] που αποκτήθηκε [[μετά]] από έντονη [[άσκηση]] <b>(Φιλόδ.)</b><br />β) «συνησκημένη [[παρατήρησις]]» — έντονη [[παρατήρηση]] <b>(Φιλόδ.)</b>. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:04, 27 September 2022
Greek Monolingual
-έω, ΜΑ ἀσκῶ
μσν.
εκκλ. ασκούμαι στον μοναχικό βίο μαζί με άλλον
αρχ.
1. ασκώ ή εξασκώ κάποιον σε κάτι ακόμη
2. βοηθώ κάποιον να ασκηθεί σε κάτι
3. εκπαιδεύω κάποιον πλήρως («πανταχόθεν ἑαυτὸν συνασκῶν», Διογ. Λαέρ.)
4. συνεργώ σε κάτι
5. επεξεργάζομαι κάτι μαζί με κάτι άλλο
6. (κατ' επέκτ.) ανακατεύω μίγμα
7. παθ. συνασκοῦμαι, -έομαι
ασκούμαι σε κάτι έντονα
8. (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ.) συνησκημένος
επιμελημένος
9. φρ. α) «συνησκημένη ἕξις» — συνήθεια που αποκτήθηκε μετά από έντονη άσκηση (Φιλόδ.)
β) «συνησκημένη παρατήρησις» — έντονη παρατήρηση (Φιλόδ.).