ὑποσημειόομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑποσημειόομαι:''' постепенно или попутно помечать, записывать (τὰ λεγόμενα Diog. L.).
|elrutext='''ὑποσημειόομαι:''' [[постепенно или попутно помечать]], [[записывать]] (τὰ λεγόμενα Diog. L.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑποσημειῶ]], [[ὑποσημειόω]], NA [[σημειῶ]] / [[σημειώνω]]<br /><b>μέσ.</b> [[υποσημειώνομαι]] και [[ὑποσημειοῦμαι]], [[ὑποσημειόομαι]]<br />[[βάζω]] την [[υπογραφή]] μου από [[κάτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σημειώνω]] από [[κάτω]], [[γράφω]] υποσημειώσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σημειώνω]] με αριθμούς<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[κρατώ]] σημειώσεις, [[σημειώνω]].
|mltxt=[[ὑποσημειῶ]], [[ὑποσημειόω]], NA [[σημειῶ]] / [[σημειώνω]]<br /><b>μέσ.</b> [[υποσημειώνομαι]] και [[ὑποσημειοῦμαι]], [[ὑποσημειόομαι]]<br />[[βάζω]] την [[υπογραφή]] μου από [[κάτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σημειώνω]] από [[κάτω]], [[γράφω]] υποσημειώσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σημειώνω]] με αριθμούς<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[κρατώ]] σημειώσεις, [[σημειώνω]].
}}
}}

Revision as of 12:35, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποσημειόομαι Medium diacritics: ὑποσημειόομαι Low diacritics: υποσημειόομαι Capitals: ΥΠΟΣΗΜΕΙΟΟΜΑΙ
Transliteration A: hyposēmeióomai Transliteration B: hyposēmeioomai Transliteration C: yposimeioomai Beta Code: u(poshmeio/omai

English (LSJ)

Med., A note down, τὰ λεγόμενα D.L.2.48. II undersign, sign, BGU287.14 (iii A. D.), POxy.1115.8 (iii A. D.), etc. III mark by numbers, v.l. for παρασ- in Ptol.Geog.1.24.7.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσημειόομαι: σημειοῦμαι, «κρατῶ σημειώσεις», πρῶτος ὑποσημειωσάμενος τὰ λεγόμενα εἰς ἀνθρώπους ἤγαγεν Διογέν. Λαέρτ. 2. 48, Ὠριγέν. τ. 3, σ. 477D, κλπ. ΙΙ. ὑπογράφω, διὰ τῆς ὑπογραφῆς μου σημειώνω, τοῖς γράμμασι Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. ΙΙΙ. σημειώνω δι’ ἀριθμῶν, Πτολεμ. Γεωγρ. σ. 63, 65.

Russian (Dvoretsky)

ὑποσημειόομαι: постепенно или попутно помечать, записывать (τὰ λεγόμενα Diog. L.).

Greek Monolingual

ὑποσημειῶ, ὑποσημειόω, NA σημειῶ / σημειώνω
μέσ. υποσημειώνομαι και ὑποσημειοῦμαι, ὑποσημειόομαι
βάζω την υπογραφή μου από κάτω
νεοελλ.
σημειώνω από κάτω, γράφω υποσημειώσεις
αρχ.
1. σημειώνω με αριθμούς
2. μέσ. κρατώ σημειώσεις, σημειώνω.