επιρρέπω: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιρρέπω]] (Α) [[ρέπω]]<br /><b>1.</b> [[τείνω]], [[πλησιάζω]] [[κάτι]] ( | |mltxt=[[ἐπιρρέπω]] (Α) [[ρέπω]]<br /><b>1.</b> [[τείνω]], [[πλησιάζω]] [[κάτι]] («ἡμῖν δ’ αἰπὺς [[ὄλεθρος]] ἐπιρρέπῃ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐπιρρέπει</i><br />πέφτει στον κλήρο κάποιου, τυχαίνει, λαχαίνει<br /><b>3.</b> έχω έμφυτη [[κλίση]] για [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>(μτβ.)</b> [[δίνω]] [[κλίση]] σε [[κάτι]], [[κάνω]] [[κάτι]] να γείρει<br /><b>5.</b> [[στέλνω]] [[κάτι]] [[εναντίον]], [[κάνω]] [[κάτι]] να στραφεί [[εναντίον]] κάποιου («οὒ τἂν δικαίως τῇδ’ ἐπιρρέποις πόλει μῆνίν τιν’... ἤ βλάβην στρατῷ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> [[παρέχω]] σε κάποιον [[κάτι]] («Δίκα δὲ τοῖς μὲν παθοῡσιν μαθεῖν ἐπιρρέπει», <b>Αισχύλ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 22:55, 27 March 2021
Greek Monolingual
ἐπιρρέπω (Α) ρέπω
1. τείνω, πλησιάζω κάτι («ἡμῖν δ’ αἰπὺς ὄλεθρος ἐπιρρέπῃ», Ομ. Ιλ.)
2. απρόσ. ἐπιρρέπει
πέφτει στον κλήρο κάποιου, τυχαίνει, λαχαίνει
3. έχω έμφυτη κλίση για κάτι
4. (μτβ.) δίνω κλίση σε κάτι, κάνω κάτι να γείρει
5. στέλνω κάτι εναντίον, κάνω κάτι να στραφεί εναντίον κάποιου («οὒ τἂν δικαίως τῇδ’ ἐπιρρέποις πόλει μῆνίν τιν’... ἤ βλάβην στρατῷ», Αισχύλ.)
6. παρέχω σε κάποιον κάτι («Δίκα δὲ τοῖς μὲν παθοῡσιν μαθεῖν ἐπιρρέπει», Αισχύλ.).