σύμπηξη: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[σύμπηξις]], -ήξεως, ΝΑ [[συμπήγνυμι]]<br />[[σύνθεση]], [[συναρμογή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ίδρυση]], [[συγκρότηση]], [[διοργάνωση]] («[[σύμπηξη]] εταιρείας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσαρμογή]], [[συμφωνία]] («τοιαύτην πρὸς τὸ μαντικὸν πνεῦμα λαμβάνειν σύγκρασιν τὴν ψυχὴν καὶ σύμπηξιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με υγρά ή ρευστά) [[στερεοποίηση]], [[συμπύκνωση]]<br /><b>3.</b> [[αλληλεγγύη]], [[σύμπνοια]], [[ενότητα]] («τοιαύτην γὰρ ἡ [[φιλία]] βούλεται ποιεῖν ἑνότητα καὶ σύμπηξιν», <b>Πλούτ.</b>). | |mltxt=η / [[σύμπηξις]], -ήξεως, ΝΑ [[συμπήγνυμι]]<br />[[σύνθεση]], [[συναρμογή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ίδρυση]], [[συγκρότηση]], [[διοργάνωση]] («[[σύμπηξη]] εταιρείας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσαρμογή]], [[συμφωνία]] («τοιαύτην πρὸς τὸ μαντικὸν πνεῦμα λαμβάνειν σύγκρασιν τὴν ψυχὴν καὶ σύμπηξιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με υγρά ή ρευστά) [[στερεοποίηση]], [[συμπύκνωση]]<br /><b>3.</b> [[αλληλεγγύη]], [[σύμπνοια]], [[ενότητα]] («τοιαύτην γὰρ ἡ [[φιλία]] βούλεται ποιεῖν ἑνότητα καὶ σύμπηξιν», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:14, 27 September 2022
Greek Monolingual
η / σύμπηξις, -ήξεως, ΝΑ συμπήγνυμι
σύνθεση, συναρμογή
νεοελλ.
ίδρυση, συγκρότηση, διοργάνωση («σύμπηξη εταιρείας»)
αρχ.
1. προσαρμογή, συμφωνία («τοιαύτην πρὸς τὸ μαντικὸν πνεῦμα λαμβάνειν σύγκρασιν τὴν ψυχὴν καὶ σύμπηξιν», Πλούτ.)
2. (σχετικά με υγρά ή ρευστά) στερεοποίηση, συμπύκνωση
3. αλληλεγγύη, σύμπνοια, ενότητα («τοιαύτην γὰρ ἡ φιλία βούλεται ποιεῖν ἑνότητα καὶ σύμπηξιν», Πλούτ.).