σύμπηξη

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source

Greek Monolingual

η / σύμπηξις, -ήξεως, ΝΑ συμπήγνυμι
σύνθεση, συναρμογή
νεοελλ.
ίδρυση, συγκρότηση, διοργάνωσησύμπηξη εταιρείας»)
αρχ.
1. προσαρμογή, συμφωνία («τοιαύτην πρὸς τὸ μαντικὸν πνεῦμα λαμβάνειν σύγκρασιν τὴν ψυχὴν καὶ σύμπηξιν», Πλούτ.)
2. (σχετικά με υγρά ή ρευστά) στερεοποίηση, συμπύκνωση
3. αλληλεγγύη, σύμπνοια, ενότητα («τοιαύτην γὰρ ἡ φιλία βούλεται ποιεῖν ἑνότητα καὶ σύμπηξιν», Πλούτ.).