εύληπτος: Difference between revisions

From LSJ

και ἅμα ἐλευθέραν καὶ εὐδοξοτάτην πόλιν διὰ παντὸς νεμόμεθα και δύναται μάλιστα σωφροσύνη ἔμφρων τοῦτ᾿ εἶναι → Just remember, we're a people with a long-standing reputation for freedom, a people held in the highest honor. Slowness to act can be nothing more than a mark of clear-headed self-control (Spartan King Archidamus)

Source
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔληπτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κατανοείται εύκολα, ο [[ευνόητος]]<br /><b>2.</b> (για ποτά, φάρμακα <b>κ.λπ.</b>) αυτός που λαμβάνεται εύκολα, ο [[εύποτος]], ο [[καλόπιστος]] (α. «οὐδ' εὔληπτον εῖναι τὸ [[ὕδωρ]]», <b>Ιώσ.</b><br />β. «εύληπτα φάρμακα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που συλλαμβάνεται εύκολα («εύληπτο [[πτηνό]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κυριεύεται εύκολα, ο [[ευάλωτος]] («εὔληπτοι νησιῶται», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο καταλαμβάνει ή κερδίζει [[κάποιος]] εύκολα («εὔληπτα γοῡν καὶ οὐ πολλοῡ δεήσει τοῦ πόνου», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που μεταφέρεται εύκολα<br /><b>4.</b> αυτός που αναιρείται, που ανασκευάζεται εύκολα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευλήπτως</i> (Α εὐλήπτως)<br /><b>1.</b> με εύκολο τρόπο («τὸ [[ἔκπωμα]] εὐληπτότατα ἐνδιδόναι τῷ μέλλοντι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> με εύληπτο τρόπο, ευκολονόητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ληπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]])].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔληπτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κατανοείται εύκολα, ο [[ευνόητος]]<br /><b>2.</b> (για ποτά, φάρμακα <b>κ.λπ.</b>) αυτός που λαμβάνεται εύκολα, ο [[εύποτος]], ο [[καλόπιστος]] (α. «οὐδ' εὔληπτον εῖναι τὸ [[ὕδωρ]]», <b>Ιώσ.</b><br />β. «εύληπτα φάρμακα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που συλλαμβάνεται εύκολα («εύληπτο [[πτηνό]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κυριεύεται εύκολα, ο [[ευάλωτος]] («εὔληπτοι νησιῶται», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο καταλαμβάνει ή κερδίζει [[κάποιος]] εύκολα («εὔληπτα γοῦν
καὶ οὐ πολλοῡ δεήσει τοῦ πόνου», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που μεταφέρεται εύκολα<br /><b>4.</b> αυτός που αναιρείται, που ανασκευάζεται εύκολα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευλήπτως</i> (Α εὐλήπτως)<br /><b>1.</b> με εύκολο τρόπο («τὸ [[ἔκπωμα]] εὐληπτότατα ἐνδιδόναι τῷ μέλλοντι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> με εύληπτο τρόπο, ευκολονόητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ληπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]])].
}}
}}

Revision as of 14:20, 27 March 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔληπτος, -ον)
1. αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευνόητος
2. (για ποτά, φάρμακα κ.λπ.) αυτός που λαμβάνεται εύκολα, ο εύποτος, ο καλόπιστος (α. «οὐδ' εὔληπτον εῖναι τὸ ὕδωρ», Ιώσ.
β. «εύληπτα φάρμακα»)
νεοελλ.
αυτός που συλλαμβάνεται εύκολα («εύληπτο πτηνό»)
αρχ.
1. αυτός που κυριεύεται εύκολα, ο ευάλωτος («εὔληπτοι νησιῶται», Θουκ.)
2. αυτός τον οποίο καταλαμβάνει ή κερδίζει κάποιος εύκολα («εὔληπτα γοῦν

καὶ οὐ πολλοῡ δεήσει τοῦ πόνου», Λουκιαν.)
3. αυτός που μεταφέρεται εύκολα
4. αυτός που αναιρείται, που ανασκευάζεται εύκολα.
επίρρ...
ευλήπτως (Α εὐλήπτως)
1. με εύκολο τρόπο («τὸ ἔκπωμα εὐληπτότατα ἐνδιδόναι τῷ μέλλοντι», Ξεν.)
2. με εύληπτο τρόπο, ευκολονόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ληπτος (< λαμβάνω)].