ἐπανάστημα: Difference between revisions
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epanastima | |Transliteration C=epanastima | ||
|Beta Code=e)pana/sthma | |Beta Code=e)pana/sthma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[rising]], [[blister]], Sch.Ar.''Ra.''238.<br><span class="bld">2</span> [[eminence]], [[hill]], ἐ. γῆς Phlp.in de An.311.24.<br><span class="bld">3</span> [[crest]] of a helmet, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] s. vv. [[λόφος]], [[χαλκόλοφον]], ''EM''570.4. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:39, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό,
A rising, blister, Sch.Ar.Ra.238.
2 eminence, hill, ἐ. γῆς Phlp.in de An.311.24.
3 crest of a helmet, Hsch. s. vv. λόφος, χαλκόλοφον, EM570.4.
German (Pape)
[Seite 901] τό, Erhabenheit, Geschwulst, Schol. Il. 13, 132 Schol. Ar. Ran. 233.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανάστημα: τό, ἔξαρμα τῆς ἐπιδερμίδος, φλύκταινα γινομένη εἰς τὰς χεῖρας ἐκ τῆς κωπηλασίας, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 233. ΙΙ. τὸ ἔκ τινος ἀνυψούμενον, «λόφος... γῆς ἐπανάστημα» Ἡσύχ.· «τὸ ἐπανάστημα τῆς περικεφαλαίας» ὁ αὐτὸς ἐν λ. χαλκόλοφον (κατὰ τὸν Κώδικα χαλκός· λόφον), πρβλ. καὶ Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 132.
Greek Monolingual
ἐπανάστημα, το (Α)
1. φλύκταινα, ρόζος, προεξοχή της επιδερμίδας («τὰ τῶν χειρῶν ἐπαναστήματα άπὸ τοῦ κωπηλατεῖν», Σχόλ. Αριστοφ.)
2. γεν. κάθε προεξοχή
3. (ειδ.) προεξοχή γης, λόφος
4. λοφίο περικεφαλαίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά-στημα «προεξοχή» (< ανίστημι)].