προσεξερείδομαι: Difference between revisions
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προσεξερείδομαι:''' опираться, упираться (ταῖς [[χερσί]] Polyb.). | |elrutext='''προσεξερείδομαι:''' [[опираться]], [[упираться]] (ταῖς [[χερσί]] Polyb.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />Pass. to [[support]] [[oneself]] by, ταῖς [[χερσί]] Polyb. | |mdlsjtxt=<br />Pass. to [[support]] [[oneself]] by, ταῖς [[χερσί]] Polyb. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:45, 20 August 2022
English (LSJ)
Med., aor. inf. -ερείσασθαι, A support oneself by, ταῖς χερσί Plb.3.55.4.
German (Pape)
[Seite 760] sich worauf stützen, ταῖς χερσί, Pol. 3, 55, 4.
Greek (Liddell-Scott)
προσεξερείδομαι: Παθ., ἐπιστηρίζομαι εἴς τι, ταῖς χερσὶ Πολύβ. 3. 55, 4.
French (Bailly abrégé)
s’appuyer fortement sur, τινι.
Étymologie: πρός, ἐξερείδομαι.
Greek Monolingual
Α
στηρίζομαι πάνω σε κάποιον ή σε κάτι («ὁπότε πεσόντες βουληθεῑεν ἢ τοῖς γόνασιν ἢ ταῖς χερσὶ προσεξερείσασθαι πρὸς τὴν ἐξανάστασιν», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐξερείδω «στηρίζω, υποστηρίζω»].
Greek Monotonic
προσεξερείδομαι: Παθ., υποστηρίζω κάποιον με, ταῖς χερσί, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
προσεξερείδομαι: опираться, упираться (ταῖς χερσί Polyb.).