οικόπεδο: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[οἰκόπεδον]]) συνεχόμενη [[έκταση]] γης που αποτελεί αυτοτελές και ενιαίο ακίνητο, ανήκει σε έναν ή σε περισσότερους ιδιοκτήτες εξ αδιαιρέτου και προορίζεται για [[οικοδόμηση]] ή [[πάνω]] στην οποία έχει οικοδομηθεί [[κτίσμα]] (α. «το [[οικόπεδο]] [[είναι]] [[ακόμη]] [[εκτός]] σχεδίου» β. «[[πολλά]] οἰκιῶν ἔρημά ἐστιν ἐντὸς τῶν τειχῶν και οἰκόπεδα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[τομέας]] δραστηριότητας, [[κύκλος]] δικαιοδοσίας ή αρμοδιότητας («μην μπαίνεις σε [[ξένα]] οικόπεδα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[θέση]] μιας πόλης<br /><b>2.</b> [[οικοδόμημα]], [[οικία]] («καὶ πλίνθον ἐκ τῶν οἰκοπέδων τῶν [[ἐγγὺς]] καθαιροῦν
|mltxt=το (Α [[οἰκόπεδον]]) συνεχόμενη [[έκταση]] γης που αποτελεί αυτοτελές και ενιαίο ακίνητο, ανήκει σε έναν ή σε περισσότερους ιδιοκτήτες εξ αδιαιρέτου και προορίζεται για [[οικοδόμηση]] ή [[πάνω]] στην οποία έχει οικοδομηθεί [[κτίσμα]] (α. «το [[οικόπεδο]] [[είναι]] [[ακόμη]] [[εκτός]] σχεδίου» β. «[[πολλά]] οἰκιῶν ἔρημά ἐστιν ἐντὸς τῶν τειχῶν και οἰκόπεδα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[τομέας]] δραστηριότητας, [[κύκλος]] δικαιοδοσίας ή αρμοδιότητας («μην μπαίνεις σε [[ξένα]] οικόπεδα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[θέση]] μιας πόλης<br /><b>2.</b> [[οικοδόμημα]], [[οικία]] («καὶ πλίνθον ἐκ τῶν οἰκοπέδων τῶν [[ἐγγὺς]] καθαιροῦν
τες», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πεδον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέδον]]), <b>πρβλ.</b> <i>κράσ</i>-<i>πεδον</i>, <i>στρατό</i>-<i>πεδον</i>)].
τες», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πεδον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέδον]]), <b>πρβλ.</b> [[κράσπεδον]], [[στρατόπεδον]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:20, 8 May 2023

Greek Monolingual

το (Α οἰκόπεδον) συνεχόμενη έκταση γης που αποτελεί αυτοτελές και ενιαίο ακίνητο, ανήκει σε έναν ή σε περισσότερους ιδιοκτήτες εξ αδιαιρέτου και προορίζεται για οικοδόμηση ή πάνω στην οποία έχει οικοδομηθεί κτίσμα (α. «το οικόπεδο είναι ακόμη εκτός σχεδίου» β. «πολλά οἰκιῶν ἔρημά ἐστιν ἐντὸς τῶν τειχῶν και οἰκόπεδα», Ξεν.)
νεοελλ.
μτφ. τομέας δραστηριότητας, κύκλος δικαιοδοσίας ή αρμοδιότητας («μην μπαίνεις σε ξένα οικόπεδα»)
αρχ.
1. η θέση μιας πόλης
2. οικοδόμημα, οικία («καὶ πλίνθον ἐκ τῶν οἰκοπέδων τῶν ἐγγὺς καθαιροῦν τες», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -πεδον (< πέδον), πρβλ. κράσπεδον, στρατόπεδον)].