ἀνάπαλος: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - " »" to "»")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο 1. [[απαλός]], [[μαλακός]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) α) [[οκνηρός]], [[τεμπέλης]]<br />β) [[ανίκανος]], [[αδέξιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[απαλός]]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἀνάπαλος]] και ποιητ. [[ἄμπαλος]], ο (Α) [[ἀναπάλλω]]<br /><b>1.</b> η [[ανάπαλση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κατ’ ἄμπαλον μισθοῦν
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο 1. [[απαλός]], [[μαλακός]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) α) [[οκνηρός]], [[τεμπέλης]]<br />β) [[ανίκανος]], [[αδέξιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[απαλός]]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἀνάπαλος]] και ποιητ. [[ἄμπαλος]], ο (Α) [[ἀναπάλλω]]<br /><b>1.</b> η [[ανάπαλση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κατ’ ἄμπαλον μισθοῦν», με [[δημοπρασία]].
», με [[δημοπρασία]].
}}
}}

Revision as of 17:15, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάπᾰλος Medium diacritics: ἀνάπαλος Low diacritics: ανάπαλος Capitals: ΑΝΑΠΑΛΟΣ
Transliteration A: anápalos Transliteration B: anapalos Transliteration C: anapalos Beta Code: a)na/palos

English (LSJ)

A v. ἄμπαλος: κατ' ἄμπαλον μισθοῦν by auction, IG9(2).205.15 (Thess.). II a word coined to expl. ἀναπάλη, Ath.14.631d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπᾰλος: συνῃρ. ἄμπαλος, ου, ὁ, = ἀνάπαλσις: - ἀλλὰ κατ’ ἄμπαλον, διὰ δημοπρασίας, Ἐπιγρ. Θεσπ. ἐν Ussing 2. 15.

Spanish (DGE)

(ἀνάπᾰλος) -ου, ὁ

• Alolema(s): ἄμπᾰλος Pi.O.7.61, IG 9(2).205.15 (Melitea III d.C.), Eust.64.44
I 1repetición de las suertes ἄμπαλον μέλλεν θέμεν iba a repetir el sorteo Pi.l.c., cf. Eust.l.c., 1434.28.
2 renovación de contrato κατ' ἄμπαλον μισθούντω IG l.c.
II τὸ ἀ. falsa palabra para explicar ἀναπάλη Ath.631b.

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο 1. απαλός, μαλακός
2. (για πρόσωπα) α) οκνηρός, τεμπέλης
β) ανίκανος, αδέξιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + απαλός].
(II)
ἀνάπαλος και ποιητ. ἄμπαλος, ο (Α) ἀναπάλλω
1. η ανάπαλση
2. φρ. «κατ’ ἄμπαλον μισθοῦν», με δημοπρασία.