ὁποσοσοῦν: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")
m (Text replacement - "οῦν(" to "οῦν (")
Line 8: Line 8:
|mltxt=ὁποσοσοῦν
|mltxt=ὁποσοσοῦν
, ὁποσηοῦν
, ὁποσηοῦν
, ὁποσονοῦν(Α)<br /><b>(αντων.)</b><br /><b>1.</b> όσο [[πολύς]], όσο [[μεγάλος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ὁποσονοῦν
, ὁποσονοῦν (Α)<br /><b>(αντων.)</b><br /><b>1.</b> όσο [[πολύς]], όσο [[μεγάλος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ὁποσονοῦν
</i><br />οσοδήποτε [[μεγάλος]], όσες φορές [[περισσότερος]] ή όσες φορές μεγαλύτερος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁπόσος]] <span style="color: red;">+</span> <i>οὖν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>οιοσ</i>-<i>ούν</i>)].
</i><br />οσοδήποτε [[μεγάλος]], όσες φορές [[περισσότερος]] ή όσες φορές μεγαλύτερος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁπόσος]] <span style="color: red;">+</span> <i>οὖν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>οιοσ</i>-<i>ούν</i>)].
}}
}}

Revision as of 15:20, 27 March 2021

German (Pape)

[Seite 362] wie viel auch immer; Thuc. 6, 56; Plat. Soph. 245 d; Luc. Iup. conf. 17.

French (Bailly abrégé)

ηοῦν, ονοῦν;
quelque grand ou nombreux que (il, elle ou cela) soit, n’importe combien.
Étymologie: ὁπόσος, οὖν.

Greek Monolingual

ὁποσοσοῦν , ὁποσηοῦν , ὁποσονοῦν (Α)
(αντων.)
1. όσο πολύς, όσο μεγάλος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ὁποσονοῦν
οσοδήποτε μεγάλος, όσες φορές περισσότερος ή όσες φορές μεγαλύτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπόσος + οὖν (πρβλ. οιοσ-ούν)].

Russian (Dvoretsky)

ὁποσοσοῦν: ион. ὁκοσοσοῦν 3 какой бы ни был (по количеству или размерам), какой ни на есть, хоть какой-л.: εἰ καὶ ὁποσονοῦν ἐνδώσουσι Thuc. если они хоть сколько-нибудь уступят.