ὑπομίγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
m (Text replacement - "ῑξαι" to "ῖξαι")
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ὑπομείγνυμι]] Α [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]]]<br /><b>1.</b> [[προσθέτω]] [[κάτι]] με [[ανάμιξη]], [[αναμιγνύω]] σε [[κάτι]] («ἐξ ὀξέος καὶ ἁλμυροῡ ξυνθεὶς [[ζύμωμα]] ὑπομείξας αὐτοῖς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) <b>(αμτβ.)</b> [[πλησιάζω]] μια [[περιοχή]] [[χωρίς]] να γίνω [[αντιληπτός]] («ὡς εἶχον τάχους ὑπομείξαντες τῇ Χερσονήσῳ παρέπλεον», <b>Θουκ.</b>)<br />β) <b>(μτβ.)</b> [[προσθέτω]] ένα καινούργιο [[στοιχείο]] («τοῡ καλοῡ Ἀγάθωνος, ὃν πρῶτον εἰς τραγῳδίαν φασὶν ἐμβαλεῖν καὶ ὑπομεῑξαι τὸ χρωματικόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὸ ὑπομεμ</i>(<i>ε</i>)<i>ιγμένον</i><br />[[μίγμα]].
|mltxt=και [[ὑπομείγνυμι]] Α [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]]]<br /><b>1.</b> [[προσθέτω]] [[κάτι]] με [[ανάμιξη]], [[αναμιγνύω]] σε [[κάτι]] («ἐξ ὀξέος καὶ ἁλμυροῡ ξυνθεὶς [[ζύμωμα]] ὑπομείξας αὐτοῖς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) <b>(αμτβ.)</b> [[πλησιάζω]] μια [[περιοχή]] [[χωρίς]] να γίνω [[αντιληπτός]] («ὡς εἶχον τάχους ὑπομείξαντες τῇ Χερσονήσῳ παρέπλεον», <b>Θουκ.</b>)<br />β) <b>(μτβ.)</b> [[προσθέτω]] ένα καινούργιο [[στοιχείο]] («τοῡ καλοῡ Ἀγάθωνος, ὃν πρῶτον εἰς τραγῳδίαν φασὶν ἐμβαλεῖν καὶ ὑπομεῖξαι τὸ χρωματικόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὸ ὑπομεμ</i>(<i>ε</i>)<i>ιγμένον</i><br />[[μίγμα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:30, 24 May 2022

German (Pape)

[Seite 1225] (s. μίγνυμι), daruntermischen, beimischen; Plat. Tim. 71 b; τὸ ὑπομεμιγμένον τῆς λύπης Phil. 47 a; – übertr., heimlich herankommen, hinkommen, ὑπομίξαντες τῇ Χερσονήσῳ Thuc. 8, 102.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπομίγνῡμι: μέλλ. -μίξω, ἀναμιγνύω τι εἴς τι, προστίθημί τι εἴς τι δι’ ἀναμίξεως, Λατ. admisceo, τινί τι Πλάτ. Τίμ. 74D, πρβλ. 71Β· τὸ ὑπομεμιγμένον, τὸ μῖγμα, ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ 47Α. ΙΙ. ἀμεταβ. καὶ μεταφορ., πλησιάζω κρυφίως, μετὰ δοτ., ὡς εἶχον τάχους ὑπομίξαντες τῇ Χερσονήσῳ παρέπλεον Θουκ. 8. 102.

French (Bailly abrégé)

1 tr. ajouter en mêlant, mêler, mélanger, acc.;
2 intr. s’introduire furtivement dans, τινι.
Étymologie: ὑπό, μίγνυμι.

Greek Monolingual

και ὑπομείγνυμι Α μίγνυμι / μείγνυμι]
1. προσθέτω κάτι με ανάμιξη, αναμιγνύω σε κάτι («ἐξ ὀξέος καὶ ἁλμυροῡ ξυνθεὶς ζύμωμα ὑπομείξας αὐτοῖς», Πλάτ.)
2. μτφ. α) (αμτβ.) πλησιάζω μια περιοχή χωρίς να γίνω αντιληπτός («ὡς εἶχον τάχους ὑπομείξαντες τῇ Χερσονήσῳ παρέπλεον», Θουκ.)
β) (μτβ.) προσθέτω ένα καινούργιο στοιχείο («τοῡ καλοῡ Ἀγάθωνος, ὃν πρῶτον εἰς τραγῳδίαν φασὶν ἐμβαλεῖν καὶ ὑπομεῖξαι τὸ χρωματικόν», Πλούτ.)
3. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ ὑπομεμ(ε)ιγμένον
μίγμα.

Greek Monotonic

ὑπομίγνῡμι: μέλ. -μίξω,
I. προσθέτω με ανάμειξη, Λατ. admisceo, τί τινι, σε Πλάτ.
II. αμτβ., πλησιάζω κρυφά ένα μέρος, με δοτ., σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπομίγνῡμι:
1) примешивать, подмешивать (τί τινι Plat.): τὸ ὑπομεμιγμένον Plat. примесь;
2) незаметно приближаться, прибывать (ὑπομίξαντες τῇ Χερσονήσῳ Thuc.).

Middle Liddell

fut. -μίξω
I. to add by mixing, Lat. admisceo, τί τινι Plat.
II. intr. to run close under a place, c. dat., Thuc.