εξουσία: Difference between revisions
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἐξουσία]])<br /><b>1.</b> η [[κυβέρνηση]], η [[άσκηση]] της αρχής<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών αρχόντων<br /><b>3.</b> [[άδεια]], [[δικαιοδοσία]]<br /><b>4.</b> [[προνόμιο]]<br /><b>5.</b> [[τάξη]] τών επουράνιων δυνάμεων, τών αγγέλων («ἀρχαί, ἐξουσίαι, δυνάμεις καὶ τὰ πολυόμματα [[Σεραφείμ]]»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αξίωμα]], [[αρχή]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[επικράτεια]], διοικητική [[περιοχή]] («τοὺς χωριάτας ὁποὺ κατοικοῦσιν εἰς τὴν ἐξουσίαν μας»)<br /><b>2.</b> [[κυριαρχία]], [[κατοχή]]<br /><b>3.</b> (κυριαρχική) [[δύναμη]]<br /><b>4.</b> [[αφθονία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάχρηση]] εξουσίας, [[αλαζονεία]]<br /><b>2.</b> (για ποιητές) ποιητική [[άδεια]]<br /><b>3.</b> [[αφθονία]] μέσων («ἐπίδειξιν μᾶλλον εἰκασθῆναι τῆς δυνάμεως καὶ ἐξουσίας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[υπερβολικός]] [[πλούτος]]<br /><b>5.</b> επιδεικτική [[εμφάνιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράγωγο του ρ. [[έξεστι]]<br />εμφανίζει ως β' συνθετ. το θ. <i>ουσ</i>- του θηλ. της μετοχής <i>ούσα</i> του ρ. [[ειμί]] με [[επίθημα]] -<i>ία</i> ( | |mltxt=η (AM [[ἐξουσία]])<br /><b>1.</b> η [[κυβέρνηση]], η [[άσκηση]] της αρχής<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών αρχόντων<br /><b>3.</b> [[άδεια]], [[δικαιοδοσία]]<br /><b>4.</b> [[προνόμιο]]<br /><b>5.</b> [[τάξη]] τών επουράνιων δυνάμεων, τών αγγέλων («ἀρχαί, ἐξουσίαι, δυνάμεις καὶ τὰ πολυόμματα [[Σεραφείμ]]»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αξίωμα]], [[αρχή]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[επικράτεια]], διοικητική [[περιοχή]] («τοὺς χωριάτας ὁποὺ κατοικοῦσιν εἰς τὴν ἐξουσίαν μας»)<br /><b>2.</b> [[κυριαρχία]], [[κατοχή]]<br /><b>3.</b> (κυριαρχική) [[δύναμη]]<br /><b>4.</b> [[αφθονία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάχρηση]] εξουσίας, [[αλαζονεία]]<br /><b>2.</b> (για ποιητές) ποιητική [[άδεια]]<br /><b>3.</b> [[αφθονία]] μέσων («ἐπίδειξιν μᾶλλον εἰκασθῆναι τῆς δυνάμεως καὶ ἐξουσίας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[υπερβολικός]] [[πλούτος]]<br /><b>5.</b> επιδεικτική [[εμφάνιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράγωγο του ρ. [[έξεστι]]<br />εμφανίζει ως β' συνθετ. το θ. <i>ουσ</i>- του θηλ. της μετοχής <i>ούσα</i> του ρ. [[ειμί]] με [[επίθημα]] -<i>ία</i> ([[πρβλ]]. [[ουσία]] <span style="color: red;"><</span> <i>οντ</i>- (<i>ων</i>, <i>όντ</i>-<i>ος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ία</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:47, 23 August 2021
Greek Monolingual
η (AM ἐξουσία)
1. η κυβέρνηση, η άσκηση της αρχής
2. το σύνολο τών αρχόντων
3. άδεια, δικαιοδοσία
4. προνόμιο
5. τάξη τών επουράνιων δυνάμεων, τών αγγέλων («ἀρχαί, ἐξουσίαι, δυνάμεις καὶ τὰ πολυόμματα Σεραφείμ»)
αρχ.-μσν.
αξίωμα, αρχή
μσν.
1. επικράτεια, διοικητική περιοχή («τοὺς χωριάτας ὁποὺ κατοικοῦσιν εἰς τὴν ἐξουσίαν μας»)
2. κυριαρχία, κατοχή
3. (κυριαρχική) δύναμη
4. αφθονία
αρχ.
1. κατάχρηση εξουσίας, αλαζονεία
2. (για ποιητές) ποιητική άδεια
3. αφθονία μέσων («ἐπίδειξιν μᾶλλον εἰκασθῆναι τῆς δυνάμεως καὶ ἐξουσίας», Θουκ.)
4. υπερβολικός πλούτος
5. επιδεικτική εμφάνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο του ρ. έξεστι
εμφανίζει ως β' συνθετ. το θ. ουσ- του θηλ. της μετοχής ούσα του ρ. ειμί με επίθημα -ία (πρβλ. ουσία < οντ- (ων, όντ-ος) + -ία)].