μηλοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

Φιλόπονος ἴσθι καὶ βίον κτήσῃ καλόν → Si non laboris te piget, vives bene → Sei arbeitsam, dann hast du reichlich Lebensgut

Menander, Monostichoi, 527
m (Text replacement - "ύ˘" to "ῠ́")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μηλοφύλαξ]] και [[μαλοφύλαξ]], -ακος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που φυλάει τα μήλα, δηλ. τα πρόβατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (ΙΙ) «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ωνο</i>-[[φύλαξ]])].<br /> <b>(II)</b><br />[[μηλοφύλαξ]], -ακος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που φυλάει τα μήλα, τους καρπούς της μηλιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>οπωρο</i>-[[φύλαξ]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μηλοφύλαξ]] και [[μαλοφύλαξ]], -ακος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που φυλάει τα μήλα, δηλ. τα πρόβατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (ΙΙ) «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]] ([[πρβλ]]. <i>ωνο</i>-[[φύλαξ]])].<br /> <b>(II)</b><br />[[μηλοφύλαξ]], -ακος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που φυλάει τα μήλα, τους καρπούς της μηλιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]] ([[πρβλ]]. <i>οπωρο</i>-[[φύλαξ]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλοφύλαξ Medium diacritics: μηλοφύλαξ Low diacritics: μηλοφύλαξ Capitals: ΜΗΛΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: mēlophýlax Transliteration B: mēlophylax Transliteration C: milofylaks Beta Code: mhlofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, ἡ, A one who watches sheep, APl.4.233; or apples, Sch. E.Hipp.742.

German (Pape)

[Seite 173] ακος, ὁ, Schaafwächter, -hirt, Theaet. Schol. 3 (Plan. 233). – Apfelwächter, Schol. Eur. Hipp. 742.

Greek (Liddell-Scott)

μηλοφύλαξ: [ῠ], -ακος, ὁ καὶ ἡ, ὁ φυλάττων πρόβατα, Ἀνθ. Πλαν. 233· ἢ μῆλα, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 742.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
gardien de brebis ou de chèvres, berger, chevrier.
Étymologie: μῆλον¹, φύλαξ.

Greek Monolingual

(I)
μηλοφύλαξ και μαλοφύλαξ, -ακος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που φυλάει τα μήλα, δηλ. τα πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + φύλαξ (πρβλ. ωνο-φύλαξ)].
(II)
μηλοφύλαξ, -ακος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που φυλάει τα μήλα, τους καρπούς της μηλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + φύλαξ (πρβλ. οπωρο-φύλαξ)].

Greek Monotonic

μηλοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ και ἡ, αυτός που επιθεωρεί τα πρόβατα, σε Ανθ.

Middle Liddell

μηλο-φῠ́λαξ, ακος,
a sheep-watcher, Anth.