περιοδευτικός: Difference between revisions

From LSJ

τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world

Source
m (Text replacement - "of a" to "of a")
m (Text replacement - " :" to ":")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=periodeftikos
|Transliteration C=periodeftikos
|Beta Code=periodeutiko/s
|Beta Code=periodeutiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> of a [[περιοδευτής]] : <b class="b3">-κά, τά</b>, [[inspector's report]], PLips.105.16 (i/ii A. D.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of medical treatment, [[systematic]], Dsc.<span class="title">Ther.Praef.</span> (dub.). </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[making a systematic study of]], μαθημάτων <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>57</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> = [[περιοδικός 11]], [[χρόνοι]] <span class="title">Placit.</span>2.4.13.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> of a [[περιοδευτής]]: <b class="b3">-κά, τά</b>, [[inspector's report]], PLips.105.16 (i/ii A. D.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of medical treatment, [[systematic]], Dsc.<span class="title">Ther.Praef.</span> (dub.). </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[making a systematic study of]], μαθημάτων <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>57</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> = [[περιοδικός 11]], [[χρόνοι]] <span class="title">Placit.</span>2.4.13.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:25, 21 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιοδευτικός Medium diacritics: περιοδευτικός Low diacritics: περιοδευτικός Capitals: ΠΕΡΙΟΔΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: periodeutikós Transliteration B: periodeutikos Transliteration C: periodeftikos Beta Code: periodeutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of a περιοδευτής: -κά, τά, inspector's report, PLips.105.16 (i/ii A. D.). 2 of medical treatment, systematic, Dsc.Ther.Praef. (dub.). 3 making a systematic study of, μαθημάτων Ptol.Tetr.57. 4 = περιοδικός 11, χρόνοι Placit.2.4.13.

German (Pape)

[Seite 584] ή, όν, zum Herumgehen gehörig, geneigt, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

περιοδευτικός: -ή, -όν, ἐπὶ ἰατρικῆς θεραπείας, συστηματικός, Διοσκ. 7 ἐν τῷ Προοιμ. ΙΙ. ὁ ἱκανὸς νὰ περιλάβῃ τι, δεκτικός, τινος Πτολεμ. Τετράβ. 57, 16.

Greek Monolingual

-ή, -ό / περιοδευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ περιοδεύω
1. ο σχετικός με την περιοδεία ή με αυτόν που περιοδεύει
αρχ.
1. ο ικανός να περιλάβει σύνολο γνώσεων και παρατηρήσεων («ψυχικὰς κινήσεις τῶν ἰδίως καλουμένων μαθημάτων περιοδευτικάς», Πτολεμ.)
2. (για ιατρ. θεραπεία) συστηματικός
3. αυτός που επανέρχεται κατά περιόδους
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ περιοδευτικά
η έκθεση με τις παρατηρήσεις επόπτη που περιοδεύει.