τιλμός: Difference between revisions
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τιλμός:''' ὁ вырывание волос (τιλμοὶ καὶ στιγμοί Aesch.). | |elrutext='''τιλμός:''' ὁ [[вырывание волос]] (τιλμοὶ καὶ στιγμοί Aesch.). | ||
}} | }} |
Revision as of 10:30, 23 August 2022
English (LSJ)
ὁ, A plucking or pulling out, of hair, A.Supp.839 (pl., lyr.), Men.Epit. 472; also, pulling up, καλάμου POxy.1692.10 (ii A.D.), 1631.9 (iii A.D.), cf. ὁλοτίλλω; joined with κνησμοί, as a symptom in sickness, Hp.Epid.1.23 (pl.). II extraction of fibre, σησάμου PCair.Zen. 787.21 (iii B.C.); τ. ὀσπρίων, evulsitio, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1114] ὁ, = τίλσις; das Raufen des Haares, Aesch. Suppl. 879.
Greek (Liddell-Scott)
τιλμός: ὁ, τὸ τίλειν ἢ ἀποσπᾶν τὰς τρίχας, μάδημα τῶν τριχῶν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 839· συναπτόμενον μετὰ τοῦ κνησμός, ὡς σύμπτωμα νόσου, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ α΄ 959.
Greek Monolingual
ὁ, Α τίλλω
1. βίαιη απόσπαση τών τριχών, μάδημα
2. εκρίζωση, ξερίζωμα («τιλμὸς καλάμου», πάπ.)
3. εξαγωγή τών ινών φυτού («τιλμὸς σησάμου», πάπ.)
4. φρ. «τιλμὸς ὀσπρίων» — αποφλοίωση οσπρίων.
Russian (Dvoretsky)
τιλμός: ὁ вырывание волос (τιλμοὶ καὶ στιγμοί Aesch.).