ὑποφώσκω: Difference between revisions
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypofosko | |Transliteration C=ypofosko | ||
|Beta Code=u(pofw/skw | |Beta Code=u(pofw/skw | ||
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[ὑποφαύσκω]], ὑποφωσκούσης ἕω <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>938a32</span> (v. l.); τῆς ἡμέρας ὑ. <span class="bibl">D.S.13.18</span> (v.l. [[ἐπιφ-]]).</span> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[ὑποφαύσκω]], ὑποφωσκούσης ἕω <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>938a32</span> ([[varia lectio|v.l.]]); τῆς ἡμέρας ὑ. <span class="bibl">D.S.13.18</span> (v.l. [[ἐπιφ-]]).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 12:32, 9 January 2022
English (LSJ)
A = ὑποφαύσκω, ὑποφωσκούσης ἕω Arist.Pr.938a32 (v.l.); τῆς ἡμέρας ὑ. D.S.13.18 (v.l. ἐπιφ-).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποφώσκω: ὑποφαύσκω, ὑποφωσκούσης ἕω Ἀριστ. Προβλ. 25. 5· τῆς ἡμέρας ὑπ. Διόδ. 13. 18 (μετὰ διαφόρ. γραφῆς ἐπιφ-).
Greek Monolingual
ὑποφώσκω ΝΑ
αρχίζω να φέγγω, αχνοφέγγω (α. «υποφώσκει η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον» β. «τῆς ἡμέρας ὑποφωσκούσης», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Άλλος τ. του ρ. ὑποφαύσκω, κατ' επίδραση της λ. φῶς (πρβλ. διαφαύσκω: διαφώσκω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποφώσκω: светать: ὑποφωσκούσης ἕω Arst. на заре.