περιέννυμι: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''περιέννῡμι:''' надевать (εἵματα Hom. - in tmesi; med. χλαῖναν Hes.). | |elrutext='''περιέννῡμι:''' [[надевать]] (εἵματα Hom. - in tmesi; med. χλαῖναν Hes.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 13:38, 20 August 2022
English (LSJ)
Ep. Verb used in aor. Act. and Med., A put round, περὶ δ' ἄμβροτα εἵματα ἕσσον Il.16.670,680; περὶ μὲν τὰ ἃ τεύχεα ἕσσε 18.451 :—Med., [χλαῖναν] περιέσσασθαι to put on one's cloak, Hes.Op. 539.
German (Pape)
[Seite 574] (s. ἕννυμι), umziehen, anziehen; bei Hom. nur in tmesi, wie man erkl. περὶ δ' ἄμβροτα εἵματα ἕσσον, Il. 16, 670; med., χλαῖναν περιέσσασθαι, einen Mantel sich umziehen, Hes. O. 541.
Greek (Liddell-Scott)
περιέννῡμι: περιβάλλω, ἐνδύω, περὶ δ’ ἄμβροτα εἵματα ἕσσον Ἰλ. Π. 670, 680˙ περὶ μὲν τὰ ἃ τεύχεα ἕσσεν Σ. 451˙ Μέσ., περιβάλλομαι, φορῶ, χλαῖναν περιέσσασθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 537˙ πρβλ. περιτίθημι Ι.
French (Bailly abrégé)
revêtir;
Moy. περιέννυμαι s’envelopper de, se couvrir de, acc..
Étymologie: περί, ἕννυμι.
Greek Monolingual
Α
περιβάλλω με ενδύματα, ντύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἔννυμι «περιβάλλω, ενδύω»].
Greek Monotonic
περιέννῡμι: Επικ. αόρ. αʹ περίεσσα, τοποθετώ ολόγυρα, περὶ εἵματα ἕσσον, σε Ομήρ. Ιλ.· περὶ τεύχεα ἕσσεν, στο ίδ. — Μέσ., χλαῖναν περιέσσασθαι, φορώ τον μανδύα μου, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
περιέννῡμι: надевать (εἵματα Hom. - in tmesi; med. χλαῖναν Hes.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-έννυμι, ep. aor. 3 sing. περὶ... ἕσσε, imperat. περὶ... ἕσσον, inf. med. περιέσσασθαι, aantrekken:. Πάτροκλον περὶ μὲν τὰ ἃ τεύχεα ἕσσε hij trok Patroclus zijn eigen wapenrusting aan Il. 18.451 (tmesis).
Middle Liddell
epic aor1 περίεσσα
to put round, περὶ εἵματα ἕσσον Il.; περὶ τεύχεα ἕσσεν Il.: Mid., χλαῖναν περιέσσασθαι to put on one's cloak, Hes.