ξυλικός: Difference between revisions
m (Text replacement - " ;" to ";") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0281.png Seite 281]] von Holz, hölzern; καρποί, Baumfrüchte, Artemidor. 2, 37 u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0281.png Seite 281]] von Holz, hölzern; καρποί, Baumfrüchte, Artemidor. 2, 37 u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ξῠλικός:''' Arst. = [[ξύλινος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ξυλικός]], -ή, -όν) [[ξύλον]]<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ξυλική]]<br />ξύλα που λαμβάνονται από [[υλοτομία]] του δάσους και χρησιμοποιούνται στην οικοδομική ή σε κάποια [[άλλη]] [[εργασία]], η [[ξυλεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] φτειαγμένος από [[ξύλο]], [[ξύλινος]] ή όμοιος με [[ξύλο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ξυλικόν</i><br />α) σανιδωτό [[βήμα]], [[ανάβαθρο]]<br />β) ξύλινο [[περίφραγμα]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> το [[μονοπώλιο]] της ξυλείας ή, κατ' [[άλλη]] [[ερμηνεία]], γη κατάφυτη από δένδρα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ξυλικὸς [[καρπός]]» — ο [[καρπός]] τών δένδρων<br />β) «ξυλικὴ ὕλη» — η [[ξυλεία]]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ξυλικός]], -ή, -όν) [[ξύλον]]<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ξυλική]]<br />ξύλα που λαμβάνονται από [[υλοτομία]] του δάσους και χρησιμοποιούνται στην οικοδομική ή σε κάποια [[άλλη]] [[εργασία]], η [[ξυλεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] φτειαγμένος από [[ξύλο]], [[ξύλινος]] ή όμοιος με [[ξύλο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ξυλικόν</i><br />α) σανιδωτό [[βήμα]], [[ανάβαθρο]]<br />β) ξύλινο [[περίφραγμα]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> το [[μονοπώλιο]] της ξυλείας ή, κατ' [[άλλη]] [[ερμηνεία]], γη κατάφυτη από δένδρα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ξυλικὸς [[καρπός]]» — ο [[καρπός]] τών δένδρων<br />β) «ξυλικὴ ὕλη» — η [[ξυλεία]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όνA, (ξύλον) of wood, wooden, like wood, Arist.PA674a29; καρπὸς ξ., = ξύλινος (v. sq.), PSI5.528.46 (iii B. C.), Artem.2.37; ξ. ὕλη timber, IG12(3).324 (Thera), Gloss.; ξ. παρασκευή OGI510.7 (Ephesus, ii A. D.); ξυλική, ἡ, timber-monopoly, PTeb.8.26 (iii/ii B. C.); ξυλικόν, lignarium, pulpitum, Gloss.
German (Pape)
[Seite 281] von Holz, hölzern; καρποί, Baumfrüchte, Artemidor. 2, 37 u. a. Sp.
Russian (Dvoretsky)
ξῠλικός: Arst. = ξύλινος.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλικός: -ή, -όν, (ξύλον) ὁ ἐκ ξύλου, ξύλινος, ὅμοιος πρὸς ξύλον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 14, 4· ὁ ξ. καρπός, ὁ καρπὸς δένδρου, Ἀρτεμίδ. 2. 37· ξ. ὕλη, ξυλεία, ξυλική, Συλλ. Ἐπιγρ. 2454.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ξυλικός, -ή, -όν) ξύλον
το θηλ. ως ουσ. η ξυλική
ξύλα που λαμβάνονται από υλοτομία του δάσους και χρησιμοποιούνται στην οικοδομική ή σε κάποια άλλη εργασία, η ξυλεία
αρχ.
1. αυτός που είναι φτειαγμένος από ξύλο, ξύλινος ή όμοιος με ξύλο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ξυλικόν
α) σανιδωτό βήμα, ανάβαθρο
β) ξύλινο περίφραγμα
3. το θηλ. ως ουσ. το μονοπώλιο της ξυλείας ή, κατ' άλλη ερμηνεία, γη κατάφυτη από δένδρα
4. φρ. α) «ξυλικὸς καρπός» — ο καρπός τών δένδρων
β) «ξυλικὴ ὕλη» — η ξυλεία.