παραύξησις: Difference between revisions

From LSJ

ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters

Source
m (Text replacement - " ;" to ";")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' εως ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''παραύξησις:''' εως ἡ возрастание, увеличение, усиление (π. ἢ [[μείωσις]] Sext.).
|elrutext='''παραύξησις:''' εως ἡ [[возрастание]], [[увеличение]], [[усиление]] (π. ἢ [[μείωσις]] Sext.).
}}
}}

Revision as of 15:05, 2 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραύξησις Medium diacritics: παραύξησις Low diacritics: παραύξησις Capitals: ΠΑΡΑΥΞΗΣΙΣ
Transliteration A: paraúxēsis Transliteration B: parauxēsis Transliteration C: parayksisis Beta Code: parau/chsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A waxing, ἡμερῶν καὶ νυκτῶν Gem.6.29 (pl.); opp. μείωσις, Id.18.4; τῆς σελήνης Dsc. 5.141; φωτός Porph. ap. Eus.PE3.11, cf. Jul.Or.4.147b. 2 progressive increase of parallel series, Vett. Val.295.6. 3 metrical lengthening, φωνῶν S.E.M.1.126(pl.). 4 singing of high notes, ἡ παραυξήσεως φιλοτεχνία Antyll. ap. Orib.6.10.7. 5 Rhet., amplification, exaggeration, Quint.Inst.9.2.106.

German (Pape)

[Seite 505] Vermehrung, Vergrößerung durch daneben- od. darangesetzte Stücke od. Theile, Clem. Al. u. a. Sp.; Ggstz von μείωσις, S. Emp. adv. log. 2, 58.

Greek (Liddell-Scott)

παραύξησις: ἡ, αὔξησις, τῆς σελήνης Διοσκ. 5. 159, κτλ.· κατὰ προσαύξησιν, διὰ προσθήκης, Κλήμ. Ἀλεξ. 457· - οὕτως ὁ Δινδ. ἀντὶ παραύξη παρὰ Φίλωνι 1. 359· - ἐν τῷ πληθ., αὐξήσεις, παραυξήσεις φωνῶν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 126.

Greek Monolingual

-ἡσεως, ἡ, ΜΑ παραυξάνω
1. μεγέθυνση, αύξηση
2. (για τη Σελήνη) πλήρωση, γέμιση
3. αύξηση της εντάσεως
4. μαθημ. προοδευτική αύξηση παράλληλων σειρών
αρχ.
1. επαύξηση με προσθήκη τεμαχίων ή μερών
2. μετρική μήκυνση, έκταση
3. τραγούδημα σε ψηλούς τόνους
4. (ρητ.) η δείνωση, το να προσδίδει ο ρήτορας στόμφο στον λόγο.

Russian (Dvoretsky)

παραύξησις: εως ἡ возрастание, увеличение, усиление (π. ἢ μείωσις Sext.).