κλυτόπωλος: Difference between revisions
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
m (Text replacement - "epith." to "epithet") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κλυτόπωλος]], -ον (Α)<br />[[περίφημος]] για τους πώλους του ή για τα άλογά του (α. «[[εὖχος]] ἐμοὶ δώσειν, ψυχήν δ' Ἄιδι κλυτοπώλῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[κλυτόπωλος]] [[λόχος]]» — οι ήρωες του Δούρειου ίππου, Τρύφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλυτός]] <span style="color: red;">+</span> [[πῶλος]] ( | |mltxt=[[κλυτόπωλος]], -ον (Α)<br />[[περίφημος]] για τους πώλους του ή για τα άλογά του (α. «[[εὖχος]] ἐμοὶ δώσειν, ψυχήν δ' Ἄιδι κλυτοπώλῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[κλυτόπωλος]] [[λόχος]]» — οι ήρωες του Δούρειου ίππου, Τρύφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλυτός]] <span style="color: red;">+</span> [[πῶλος]] ([[πρβλ]]. <i>ενδοξό</i>-<i>πωλος</i>, [[λευκό]]-<i>πωλος</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:35, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A with noble steeds, Il. always epithet of Hades, 5.654, 11.445, 16.625; later κ. λόχος, of the heroes in the wooden horse, Tryph.92.
German (Pape)
[Seite 1457] durch Rosse berühmt, durch die Kunst, sie zu lenken; Aidoneus, Il. 5, 654. 11, 445. 16, 625; die Landschaft Dardania, Hom. frg. 38.
Greek (Liddell-Scott)
κλῠτόπωλος: -ον, ἔχων περιφήμους πώλους ἢ ἵππους, Ἰλ., ἀείποτε ἐπίθ. τοῦ Ἅιδου, Ε. 654., Λ. 445., Π. 625· ἐπὶ τῆς χώρας Δαρδανίας, Ὁμ. Ἀποσπ. 38.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux coursiers renommés, aux nobles coursiers.
Étymologie: κλυτός, πῶλος.
English (Autenrieth)
with famous steeds, epithet of Hades, Il. 5.654 ff. Probably said with reference to the rape of Proserpine. (Il.)
English (Slater)
κλῠτόπωλος
1 renowned for his horses κλυτοπώλου Ποσειδάωνος fr. 243.
Spanish
Greek Monolingual
κλυτόπωλος, -ον (Α)
περίφημος για τους πώλους του ή για τα άλογά του (α. «εὖχος ἐμοὶ δώσειν, ψυχήν δ' Ἄιδι κλυτοπώλῳ», Ομ. Ιλ.
β. «κλυτόπωλος λόχος» — οι ήρωες του Δούρειου ίππου, Τρύφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + πῶλος (πρβλ. ενδοξό-πωλος, λευκό-πωλος)].
Greek Monotonic
κλῠτόπωλος: -ον, με αριστοκρατικά άλογα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
κλῠτόπωλος: славящийся своими конями (Ἀϊδωνεύς, Δαρδανίη Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλυτόπωλος -ον [κλυτός, πῶλος] met beroemde paarden.
Middle Liddell
κλῠτό-πωλος, ον
with noble steeds, Il.