ἀστρικός: Difference between revisions

From LSJ

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> lat. astricus</i> Varro <i>Sat.Men</i>.206, 269<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[basado en las estrellas]], [[sideral]] μαντεία Philostr.<i>VA</i> 3.41, οἰκονομία Horap.1.13, cf. Varro ll.cc., Eust.<i>Op</i>.264.41.<br /><b class="num">2</b> ἀστρικὴ βίβλος tratado de astronomía</i> Sch.Arat.254, cf. Tz.<i>H</i>.12.161, <i>An.Ox</i>.4.24.<br /><b class="num">II</b> subst.<br /><b class="num">1</b> ἡ ἀστρική astronomía</i> Tz.<i>H</i>.5.269, cf. 270<br /><b class="num">•</b>fig. ἡ ἰδία μου ἀ. mi destino</i>, <i>PMag</i>.13.634.<br /><b class="num">2</b> ὁ [[ἀστρικός]] astrónomo</i>, <i>Cat.Cod.Astr</i>.8(4).174.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> lat. astricus</i> Varro <i>Sat.Men</i>.206, 269<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[basado en las estrellas]], [[sideral]] μαντεία Philostr.<i>VA</i> 3.41, οἰκονομία Horap.1.13, cf. Varro ll.cc., Eust.<i>Op</i>.264.41.<br /><b class="num">2</b> ἀστρικὴ βίβλος tratado de astronomía</i> Sch.Arat.254, cf. Tz.<i>H</i>.12.161, <i>An.Ox</i>.4.24.<br /><b class="num">II</b> subst.<br /><b class="num">1</b> ἡ ἀστρική astronomía</i> Tz.<i>H</i>.5.269, cf. 270<br /><b class="num">•</b>fig. ἡ ἰδία μου ἀ. mi destino</i>, <i>PMag</i>.13.634.<br /><b class="num">2</b> ὁ [[ἀστρικός]] astrónomo</i>, <i>Cat.Cod.Astr</i>.8(4).174.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀστρικός]], -ή, -όν) [[άστρον]]<br />αυτός που έχει [[σχέση]] με τ' άστρα ή που προέρχεται απ' αυτά<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η αστρική</i><br /><b>1.</b> η [[αστρολογία]]<br /><b>2.</b> η [[μοίρα]] του ανθρώπου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> Ι. <i>το αστρικό</i><br /><b>1.</b> το πεπρωμένο, το [[ριζικό]]<br /><b>2.</b> ο [[αστερισμός]], το [[ζώδιο]] ενός ανθρώπου<br /><b>3.</b> η ανεμοθύελλα<br /><b>4.</b> <i>τα αστρικά</i><br />τα στοιχεία της φύσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἀστρικός]]<br />ο [[αστρολόγος]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀστρικός]], -ή, -όν) [[άστρον]]<br />αυτός που έχει [[σχέση]] με τ' άστρα ή που προέρχεται απ' αυτά<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η αστρική</i><br /><b>1.</b> η [[αστρολογία]]<br /><b>2.</b> η [[μοίρα]] του ανθρώπου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> Ι. <i>το αστρικό</i><br /><b>1.</b> το πεπρωμένο, το [[ριζικό]]<br /><b>2.</b> ο [[αστερισμός]], το [[ζώδιο]] ενός ανθρώπου<br /><b>3.</b> η ανεμοθύελλα<br /><b>4.</b> <i>τα αστρικά</i><br />τα στοιχεία της φύσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἀστρικός]]<br />ο [[αστρολόγος]].
}}
}}

Revision as of 10:40, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστρικός Medium diacritics: ἀστρικός Low diacritics: αστρικός Capitals: ΑΣΤΡΙΚΟΣ
Transliteration A: astrikós Transliteration B: astrikos Transliteration C: astrikos Beta Code: a)striko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or concerning the stars, μαντεία Philostr.VA3.41; ἡ ἀστρική = astronomy or astrology, Tz.H.5.270; ἡ ἰδία τινὸς ἀστρική (sc. μοῖρα or εἱμαρμένη) destiny, PMag.Leid.W.14.37; ἀστρικός, ὁ, = ἀστρολόγος, Cat. Cod.Astr.8(4).174.

German (Pape)

[Seite 377] zu den Sternen gehörig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστρικός: -ή, -όν, ὁ τῶν ἀστέρων, ὁ εἰς τοὺς ἀστέρας ἀνήκων, Εὐστ. Πονημάτ. 264. 41: ―ἡ ἀστική, ἡ ἀστρονομίαἀστρολογία, Τζέτζ. Ἱστ. 5. 270, κτλ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Alolema(s): lat. astricus Varro Sat.Men.206, 269
I 1basado en las estrellas, sideral μαντεία Philostr.VA 3.41, οἰκονομία Horap.1.13, cf. Varro ll.cc., Eust.Op.264.41.
2 ἀστρικὴ βίβλος tratado de astronomía Sch.Arat.254, cf. Tz.H.12.161, An.Ox.4.24.
II subst.
1 ἡ ἀστρική astronomía Tz.H.5.269, cf. 270
fig. ἡ ἰδία μου ἀ. mi destino, PMag.13.634.
2ἀστρικός astrónomo, Cat.Cod.Astr.8(4).174.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀστρικός, -ή, -όν) άστρον
αυτός που έχει σχέση με τ' άστρα ή που προέρχεται απ' αυτά
νεοελλ.-αρχ.
το θηλ. ως ουσ. η αστρική
1. η αστρολογία
2. η μοίρα του ανθρώπου
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. Ι. το αστρικό
1. το πεπρωμένο, το ριζικό
2. ο αστερισμός, το ζώδιο ενός ανθρώπου
3. η ανεμοθύελλα
4. τα αστρικά
τα στοιχεία της φύσης
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.ἀστρικός
ο αστρολόγος.