ἀκαριαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">1</b> [[corto]], [[breve]], [[pequeñísimo]] φλόξ Arist.<i>HA</i> 590<sup>a</sup>3, τόπος Aristox.<i>Harm</i>.68.12, τὸ ἀκαιριαῖον ζῆν LXX 2<i>Ma</i>.6.25, βιοῦσι μὲν ἀκαριαῖόν τι μέρος τοῦ παντὸς αἰῶνος D.S.1.2, cf. Phld.<i>Ir</i>.40.2, Luc.<i>Herm</i>.6<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[instante]], [[breve instante]] M.Ant.3.10, S.E.<i>P</i>.3.79.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[en un instante]] ὁ αἰὼν ... τὸ μέλλον καὶ τὸ ἐνεστός ... καὶ τὸ παρῳχηκὸς ἀ. συνίστησι Clem.Al.<i>Strom</i>.1.13.57, cf. Origenes <i>Fr</i>.88 <i>in Io</i>.12.27, Basil.<i>Hex</i>.2.7, Io.Caes.5.1.186, 5.2.362.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἀκαρής]].
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">1</b> [[corto]], [[breve]], [[pequeñísimo]] φλόξ Arist.<i>HA</i> 590<sup>a</sup>3, τόπος Aristox.<i>Harm</i>.68.12, τὸ ἀκαιριαῖον ζῆν [[LXX]] 2<i>Ma</i>.6.25, βιοῦσι μὲν ἀκαριαῖόν τι μέρος τοῦ παντὸς αἰῶνος D.S.1.2, cf. Phld.<i>Ir</i>.40.2, Luc.<i>Herm</i>.6<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[instante]], [[breve instante]] M.Ant.3.10, S.E.<i>P</i>.3.79.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[en un instante]] ὁ αἰὼν ... τὸ μέλλον καὶ τὸ ἐνεστός ... καὶ τὸ παρῳχηκὸς ἀ. συνίστησι Clem.Al.<i>Strom</i>.1.13.57, cf. Origenes <i>Fr</i>.88 <i>in Io</i>.12.27, Basil.<i>Hex</i>.2.7, Io.Caes.5.1.186, 5.2.362.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἀκαρής]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:40, 20 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαριαῖος Medium diacritics: ἀκαριαῖος Low diacritics: ακαριαίος Capitals: ΑΚΑΡΙΑΙΟΣ
Transliteration A: akariaîos Transliteration B: akariaios Transliteration C: akariaios Beta Code: a)kariai=os

English (LSJ)

α, ον, (ἀκαρής) A momentary, brief, πλοῦς D.56.30, cf. Arist. HA590a3, Phld.Ir.p.80 W., etc.; τὸ ἀ. S.E.P.3.79; of a locus, ἀ. τόπος Aristox.Harm.p.55 M. Adv. -ως Alciphr.1.39 (cj).

German (Pape)

[Seite 68] klein, kurz, πλοῦς Dem. 56, 30; Arist. H. A. 8, 2; χρόνος οὐδ. ἀκ. D. Hal. 8, 70; Luc. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαριαῖος: -α, -ον, (ἀκαρὴς) = στιγμιαῖος, βραχύς, πλοῦς, Δημ. 1292. 2· πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 2· 11, Διον. Ἁλ. 8. 70. - Ἐπίρρ. -ως, Ἀλκίφρ. 1. 39 (Meineke).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
très petit.
Étymologie: ἀ, κείρω.

Spanish (DGE)

-α, -ον
1 corto, breve, pequeñísimo φλόξ Arist.HA 590a3, τόπος Aristox.Harm.68.12, τὸ ἀκαιριαῖον ζῆν LXX 2Ma.6.25, βιοῦσι μὲν ἀκαριαῖόν τι μέρος τοῦ παντὸς αἰῶνος D.S.1.2, cf. Phld.Ir.40.2, Luc.Herm.6
subst. τὸ ἀ. instante, breve instante M.Ant.3.10, S.E.P.3.79.
2 adv. -ως en un instante ὁ αἰὼν ... τὸ μέλλον καὶ τὸ ἐνεστός ... καὶ τὸ παρῳχηκὸς ἀ. συνίστησι Clem.Al.Strom.1.13.57, cf. Origenes Fr.88 in Io.12.27, Basil.Hex.2.7, Io.Caes.5.1.186, 5.2.362.
• Etimología: Cf. ἀκαρής.

Greek Monolingual

-αία, -αίο (-ος, -α, -ον) (Α ἀκαριαῖος) ἀκαρής
αυτός που συμβαίνει μέσα σε ελάχιστο χρόνο, ο στιγμιαίος.

Greek Monotonic

ἀκαριαῖος: -α, -ον (ἀκαρής), στιγμιαίος, σύντομος, σε Δημ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκᾰριαῖος: (ᾰκ) весьма малый, незначительный (πλοῦς Dem.; μόριον Arst.; λίθος Sext.).

Middle Liddell

ἀκαρής
momentary, brief, Dem., etc.