ἀλοίτης: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief

Source
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aloitis
|Transliteration C=aloitis
|Beta Code=a)loi/ths
|Beta Code=a)loi/ths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[ἀλείτης]], [[avenger]], <span class="bibl">Emp.10</span>:—fem. Ἀλοῖτις, ιδος, ἡ, of Athena, Lyc.936: but <b class="b3">ἀλοῖτις, ἡ,</b> = [[γεντιανή]], Ps.-Dsc.3.3; = [[μανδραγόρα ἄρρεν]], Id.4.75. ἀλοιτός, ὁ<b class="b3">, (ἀλιτεῖν)</b> = [[ἀλείτης]], Lyc. 136: fem. <b class="b3">ἀλοιταί· κοιναί, ἁμαρτωλαί, ποιναί</b> (cf. [[ἀλοίτης]]), Hsch.</span>
|Definition=ου, ὁ, = [[ἀλείτης]], [[avenger]], <span class="bibl">Emp.10</span>:—fem. Ἀλοῖτις, ιδος, ἡ, of Athena, Lyc.936: but <b class="b3">ἀλοῖτις, ἡ,</b> = [[γεντιανή]], Ps.-Dsc.3.3; = [[μανδραγόρα ἄρρεν]], Id.4.75. ἀλοιτός, ὁ<b class="b3">, (ἀλιτεῖν)</b> = [[ἀλείτης]], Lyc. 136: fem. <b class="b3">ἀλοιταί· κοιναί, ἁμαρτωλαί, ποιναί</b> (cf. [[ἀλοίτης]]), Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:45, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλοίτης Medium diacritics: ἀλοίτης Low diacritics: αλοίτης Capitals: ΑΛΟΙΤΗΣ
Transliteration A: aloítēs Transliteration B: aloitēs Transliteration C: aloitis Beta Code: a)loi/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, = ἀλείτης, avenger, Emp.10:—fem. Ἀλοῖτις, ιδος, ἡ, of Athena, Lyc.936: but ἀλοῖτις, ἡ, = γεντιανή, Ps.-Dsc.3.3; = μανδραγόρα ἄρρεν, Id.4.75. ἀλοιτός, ὁ, (ἀλιτεῖν) = ἀλείτης, Lyc. 136: fem. ἀλοιταί· κοιναί, ἁμαρτωλαί, ποιναί (cf. ἀλοίτης), Hsch.

German (Pape)

[Seite 109] ὁ, äol. = ἀλείτης, Empedocl. p. 478. Bei Lycophr. 136 auch ἀλοιτός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλοίτης: -ου, ὁ, Αἰολ. ἀντὶ ἀλείτης, Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 1113Β: - θηλ. Ἀλοῖτις, ιδος, ἡ, ἐπώνυμον τῆς Ἀθηνᾶς, Λυκόφρ. 936.

Spanish (DGE)

-ου
• Prosodia: [ᾰ-]
1 vengador θάνατος Emp.B 10, πελαργός Call.Fr.271, cf. Euph.22 A 12.
2 ἀλοῖται· κοιναὶ ἁμαρτωλαί, ποιναί Hsch.; v. tb. ἀλείτης

Greek Monolingual

ἀλοίτης, ο (Α)
αιολικός τύπος αντί ἀλείτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλείτης.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλοιτηρός.

Russian (Dvoretsky)

ἀλοίτης: ου ὁ Emped. ap. Plut. = ἀλείτης.