ἐμφάνεια: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐμφάνεια]], Μ και [[ἐμφανία]])<br />η [[ιδιότητα]] του εμφανούς, το να [[είναι]] [[κάτι]] εμφανές<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εμφάνιση]], [[φανέρωση]]<br /><b>2.</b> [[εμφάνιση]], [[μορφή]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[απόδειξη]]<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> [[δημοσίευση]], [[γνωστοποίηση]]<br /><b>3.</b> «[[ἐμφάνεια]] θεοῡ πρὸς ἀνθρώπους» <b>(Θεόδοτ.)</b><br />η [[θεοφάνεια]], η [[επιφάνεια]], η [[εμφάνιση]] του θεού στους ανθρώπους.
|mltxt=η (AM [[ἐμφάνεια]], Μ και [[ἐμφανία]])<br />η [[ιδιότητα]] του εμφανούς, το να [[είναι]] [[κάτι]] εμφανές<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εμφάνιση]], [[φανέρωση]]<br /><b>2.</b> [[εμφάνιση]], [[μορφή]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[απόδειξη]]<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> [[δημοσίευση]], [[γνωστοποίηση]]<br /><b>3.</b> «[[ἐμφάνεια]] θεοῦ πρὸς ἀνθρώπους» <b>(Θεόδοτ.)</b><br />η [[θεοφάνεια]], η [[επιφάνεια]], η [[εμφάνιση]] του θεού στους ανθρώπους.
}}
}}

Revision as of 20:45, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμφάνεια Medium diacritics: ἐμφάνεια Low diacritics: εμφάνεια Capitals: ΕΜΦΑΝΕΙΑ
Transliteration A: empháneia Transliteration B: emphaneia Transliteration C: emfaneia Beta Code: e)mfa/neia

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, A manifestation, εἰς ἐ. ἄγειν bring to light, Thphr. Ign.2; τοῦ θεοῦ J.AJ15.11.7 (pl.); τὴν ἐ. τινων ποιεῖσθαι produce for inspection, PLips.52.9 (iv A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 819] ἡ, das Erscheinen, Sichtbarwerden, Theophr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφάνεια: ἡ, τὸ ἐμφανές, φανερόν, εἰς ἐμφάνειαν ἄγειν, ἄγειν εἰς τὸ ἐμφανές, Θεοφρ. π. Πυρὸς 2.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): ἐνφανία IG 9(1).267.10 (Opunte II a.C.)
I 1manifestación, aparición εἰς ἐμφάνειαν ἄγειν sacar a la luz Thphr.Ign.2, ἀγγελικὴ ἐ. Gr.Nyss.M.46.1140D, c. gen. subjet. ἡ ἐ. τοῦ θεοῦ I.AI 15.425, de la encarnación de Jesucristo ἡ διὰ σαρκὸς γενομένη τοῦ κυρίου τοῖς ἀνθρώποις ἐ. Gr.Nyss.Pss.105.15.
2 presencia, comparecencia ἐκνεύειν τὴν ἐμφάνειαν negarse a hacer acto de presencia, BGU 1189.7 (I a./d.C.), εἰς τὴν ἐμφάνειαν ἔρχεσθαι PTeb.24.71 (II a.C.), cf. POxy.3479.22 (IV d.C.), Nag Hammadi 65.6 (IV d.C.), αὐτοὺς ... τὴν ἐμφάνειαν ἑαυτῶν ποιήσασθαι PLips.51.14 (IV d.C.).
3 prueba, evidencia documental οὐδεμίαν ἐμφάνειαν ... ηὗρον SB 13274.6 (VI d.C.).
4 fig. ostentación μετὰ ἐμφανείας μεγάλης καὶ ἀπειλῆς φοβερᾶς εἶπεν Mart.Andr.Pr.4.2.
II jur. denuncia ἐνφαινέτω ... ποτ τὰν βουλάν, καθ' ὧν καὶ τὰς ἄλλας ἐνφανίας IG l.c.

Greek Monolingual

η (AM ἐμφάνεια, Μ και ἐμφανία)
η ιδιότητα του εμφανούς, το να είναι κάτι εμφανές
αρχ.-μσν.
1. εμφάνιση, φανέρωση
2. εμφάνιση, μορφή
μσν.
1. απόδειξη
2. (νομ.) δημοσίευση, γνωστοποίηση
3. «ἐμφάνεια θεοῦ πρὸς ἀνθρώπους» (Θεόδοτ.)
η θεοφάνεια, η επιφάνεια, η εμφάνιση του θεού στους ανθρώπους.