πεδιονόμος: Difference between revisions
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
mNo edit summary |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πεδιονόμος:''' обитающий на равнинах, полевой (θεοί Aesch.). | |elrutext='''πεδιονόμος:''' [[обитающий на равнинах]], [[полевой]] (θεοί Aesch.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 11:45, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A dwelling in the plain, πεδιονόμοι θεοί = rural deities, A.Th. 272.
German (Pape)
[Seite 541] die Ebenen oder die Felder bewohnend, von Göttern, Aesch. Spt. 254.
Greek (Liddell-Scott)
πεδιονόμος: -ον, (νέμομαι) ὁ κατοικῶν ἐν πεδιάδι, π. θεοί, οἱ τῶν πεδίων θεοί, Αἰσχύλ. Θήβ. 272.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui habite les plaines.
Étymologie: πεδίον, νέμω.
Greek Monolingual
-ο / πεδιονόμος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πεδιονόμος
ζωολ. γένος μικροσκοπικών πουλιών της Αυστραλίας που μοιάζουν με ορτύκια και ανήκουν στην τάξη γερανόμορφα
αρχ.
1. αυτός που κατοικεί στην πεδιάδα
2. φρ. «πεδιονόμοι θεοί» — θεοί τών πεδιάδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίον + -νόμος. Η λ. ως επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pedionomus].
Greek Monotonic
πεδιονόμος: -ον (νέμομαι), αυτός που κατοικεί σε πεδιάδες, πεδιονόμοι θεοί, θεοί της χώρας, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πεδιονόμος: обитающий на равнинах, полевой (θεοί Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεδιονόμος -ον [πεδίον, νέμω] wonend op de vlakte.
Middle Liddell
πεδιο-νόμος, ον, νέμομαι
dwelling in plains, π. θεοί gods of the country, Aesch.