δεινώψ: Difference between revisions
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
m (Text replacement - "]]de " to "]] de ") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δεινώψ]] (ῶπος), ο, η (Α)<br />(για τις Ερινύες) αυτός που έχει άγρια, [[φριχτά]] μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δεινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωψ</i>, -<i>ωπος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ωψ</i>, <i>ωπός</i> «όψη, [[μάτι]], [[πρόσωπο]]», | |mltxt=[[δεινώψ]] (ῶπος), ο, η (Α)<br />(για τις Ερινύες) αυτός που έχει άγρια, [[φριχτά]] μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δεινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωψ</i>, -<i>ωπος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ωψ</i>, <i>ωπός</i> «όψη, [[μάτι]], [[πρόσωπο]]», [[πρβλ]]. <i>όψ</i>, [[οπός]] ([[πρβλ]]. [[αγχίλωψ]], [[αμβλώψ]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:35, 23 August 2021
English (LSJ)
ῶπος, ὁ, ἡ, A fierce-eyed, of the Erinyes, S.OC84.
German (Pape)
[Seite 539] ῶπος, = δεινωπός, Soph O. C. 84.
Greek (Liddell-Scott)
δεινώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἀγρίους, φοβεροὺς ὀφθαλμούς, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Σοφ. Ο. Κ. 84.
French (Bailly abrégé)
ῶπος (ὁ, ἡ)
au regard terrible.
Étymologie: δεινός, ὤψ.
Spanish (DGE)
-ῶπος
de mirada terrible de las Erinis, S.OC 84, cf. Lyr.Adesp.414d.2S., Anecd.Ludw.187.12, Eust.673.36.
Greek Monolingual
δεινώψ (ῶπος), ο, η (Α)
(για τις Ερινύες) αυτός που έχει άγρια, φριχτά μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + -ωψ, -ωπος < ωψ, ωπός «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. όψ, οπός (πρβλ. αγχίλωψ, αμβλώψ κ.ά.)].
Greek Monotonic
δεινώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει άγριο, φοβερό βλέμμα, φρικώδη όψη, λέγεται για τις Ερινύες, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
δεινώψ: ῶπος adj. страшно глядящий, с ужасным взором (эпитет Эриний) Soph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεινώψ -ῶπος met vreselijke blik.
Middle Liddell
fierce-eyed, of the Erinyes, Soph.
English (Woodhouse)
savage looking, with dreadful looks, with fearful looks, with horrible looks, with terrible looks