δάσυμα: Difference between revisions
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dasyma | |Transliteration C=dasyma | ||
|Beta Code=da/suma | |Beta Code=da/suma | ||
|Definition=[ᾰ], ατος, τό, | |Definition=[ᾰ], ατος, τό, = [[τράχωμα]]., Sever. ap. <span class="bibl">Aët.7.45</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:40, 23 August 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ατος, τό, = τράχωμα., Sever. ap. Aët.7.45.
German (Pape)
[Seite 524] τό, die Rauhheit, Aet.
Greek (Liddell-Scott)
δάσῡμα: -ατος, τό, = τρίχωμα, Ἀέτ. σ. 131.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
medic. aspereza, rugosidad de los párpados, a veces como sinón. de tracoma τραχώματα, ἅπερ καὶ δασύματα πρός τινων κέκληται Seuer. en Aët.7.45, de un fármaco λεπτύνει ... τὰ βλέφαρα καὶ τὰ τούτων δασύματα καὶ τραχώματα ἐξομαλίζει Aët.7.104.
Greek Monolingual
δάσυμα, το (Α)
το τράχωμα των ματιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς (πρβλ. γλώσσημα-γλώσσα, γαμήλευμα-γαμήλιος)].