ερωτιάρης: Difference between revisions
From LSJ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\...) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ικο και ερωτιάρικος, -η, ο<br />[[ερωτύλος]], [[επιρρεπής]] στον έρωτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έρως]], -<i>ωτος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάρης</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=-α, -ικο και ερωτιάρικος, -η, ο<br />[[ερωτύλος]], [[επιρρεπής]] στον έρωτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έρως]], -<i>ωτος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάρης</i> ([[πρβλ]]. [[κιτρινιάρης]], [[κοκαλιάρης]], [[ψωριάρης]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:29, 23 August 2021
Greek Monolingual
-α, -ικο και ερωτιάρικος, -η, ο
ερωτύλος, επιρρεπής στον έρωτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, -ωτος + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. κιτρινιάρης, κοκαλιάρης, ψωριάρης κ.ά.)].