εργαστήριο: Difference between revisions
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (ΑΜ [[ἐργαστήριον]]) [[εργάζομαι]]<br /><b>1.</b> [[χώρος]] εργασίας τεχνιτών ή ομαδικής εργασίας («εργαστήρια λαϊκής τέχνης»)<br /><b>2.</b> [[χώρος]] ή [[τόπος]] όπου γίνεται εντατική [[προετοιμασία]] για [[κάτι]] (α. «αυτό το [[σχολείο]] αποδείχθηκε [[εργαστήριο]] επιστημόνων» β. «τήν πόλιν [[εἶναι]] πολέμου [[ἐργαστήριον]]», <b>Ξεν.</b><br />γ. «[[ἐργαστήριον]] συκοφαντῶν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χώρος]] με ειδικές εγκαταστάσεις και όργανα όπου γίνονται συστηματικές έρευνες ή εξασκούνται φοιτητές («[[εργαστήριο]] ανατομίας»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «τὸ τῆς φύσεως [[ἐργαστήριον]]» — η [[κοιλιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[κατάστημα]]<br /><b>2.</b> [[πορνείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εργαστήρ]] «[[εργάτης]]» <span style="color: red;"><</span> [[εργάζομαι]]. Ο τ. εμφανίζει το αορ. θ. <i>εργασ</i>- <span style="color: red;">+</span> παραγωγ. κατάλ. -<i>τήριο</i>, που δηλώνει [[τόπο]] ([[πρβλ]]. | |mltxt=το (ΑΜ [[ἐργαστήριον]]) [[εργάζομαι]]<br /><b>1.</b> [[χώρος]] εργασίας τεχνιτών ή ομαδικής εργασίας («εργαστήρια λαϊκής τέχνης»)<br /><b>2.</b> [[χώρος]] ή [[τόπος]] όπου γίνεται εντατική [[προετοιμασία]] για [[κάτι]] (α. «αυτό το [[σχολείο]] αποδείχθηκε [[εργαστήριο]] επιστημόνων» β. «τήν πόλιν [[εἶναι]] πολέμου [[ἐργαστήριον]]», <b>Ξεν.</b><br />γ. «[[ἐργαστήριον]] συκοφαντῶν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χώρος]] με ειδικές εγκαταστάσεις και όργανα όπου γίνονται συστηματικές έρευνες ή εξασκούνται φοιτητές («[[εργαστήριο]] ανατομίας»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «τὸ τῆς φύσεως [[ἐργαστήριον]]» — η [[κοιλιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[κατάστημα]]<br /><b>2.</b> [[πορνείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εργαστήρ]] «[[εργάτης]]» <span style="color: red;"><</span> [[εργάζομαι]]. Ο τ. εμφανίζει το αορ. θ. <i>εργασ</i>- <span style="color: red;">+</span> παραγωγ. κατάλ. -<i>τήριο</i>, που δηλώνει [[τόπο]] ([[πρβλ]]. [[σπουδαστήριο]], [[φροντιστήριο]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:40, 23 August 2021
Greek Monolingual
το (ΑΜ ἐργαστήριον) εργάζομαι
1. χώρος εργασίας τεχνιτών ή ομαδικής εργασίας («εργαστήρια λαϊκής τέχνης»)
2. χώρος ή τόπος όπου γίνεται εντατική προετοιμασία για κάτι (α. «αυτό το σχολείο αποδείχθηκε εργαστήριο επιστημόνων» β. «τήν πόλιν εἶναι πολέμου ἐργαστήριον», Ξεν.
γ. «ἐργαστήριον συκοφαντῶν», Δημοσθ.)
νεοελλ.
χώρος με ειδικές εγκαταστάσεις και όργανα όπου γίνονται συστηματικές έρευνες ή εξασκούνται φοιτητές («εργαστήριο ανατομίας»)
αρχ.-μσν.
φρ. «τὸ τῆς φύσεως ἐργαστήριον» — η κοιλιά
αρχ.
1. μικρό κατάστημα
2. πορνείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εργαστήρ «εργάτης» < εργάζομαι. Ο τ. εμφανίζει το αορ. θ. εργασ- + παραγωγ. κατάλ. -τήριο, που δηλώνει τόπο (πρβλ. σπουδαστήριο, φροντιστήριο)].