ζωνιοπλόκος: Difference between revisions
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ζωνιοπλόκος]], -ον (Μ)<br />αυτός που πλέκει ή κεντά και στολίζει ζώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζώνιον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πλοκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ζωνιοπλόκος]], -ον (Μ)<br />αυτός που πλέκει ή κεντά και στολίζει ζώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζώνιον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πλοκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), [[πρβλ]]. [[δολοπλόκος]], [[στιχοπλόκος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 24 August 2021
English (LSJ)
ον, A plaiting or embroidering girdles, Thom.Mag. p.168 R.
German (Pape)
[Seite 1143] Frauengürtel flechtend, Th. Mag.
Greek (Liddell-Scott)
ζωνιοπλόκος: -ον, πλέκων ἢ κεντῶν καὶ διαποικίλλων ζώνας, Θωμ. Μ. 413.
Greek Monolingual
ζωνιοπλόκος, -ον (Μ)
αυτός που πλέκει ή κεντά και στολίζει ζώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζώνιον + -πλοκος (< πλέκω), πρβλ. δολοπλόκος, στιχοπλόκος.