ιδιοπαθής: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[ἰδιοπαθής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ιδιοπαθής]] [[νόσος]]» — [[νόσος]] που η [[αιτιολογία]] της [[είναι]] άγνωστη, δεν [[είναι]] οργανικής προέλευσης («[[ιδιοπαθής]] [[υπέρταση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει κάποιο ιδιαίτερο [[ψυχικό]] [[πάθος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰδιοπαθῶς</i> (Α)<br />με προσωπικά κίνητρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάθος]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-ές (Α [[ἰδιοπαθής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ιδιοπαθής]] [[νόσος]]» — [[νόσος]] που η [[αιτιολογία]] της [[είναι]] άγνωστη, δεν [[είναι]] οργανικής προέλευσης («[[ιδιοπαθής]] [[υπέρταση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει κάποιο ιδιαίτερο [[ψυχικό]] [[πάθος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰδιοπαθῶς</i> (Α)<br />με προσωπικά κίνητρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάθος]]), [[πρβλ]]. [[σεισμοπαθής]], [[ψυχοπαθής]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:05, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ές (Α ἰδιοπαθής, -ές)
νεοελλ.
φρ. «ιδιοπαθής νόσος» — νόσος που η αιτιολογία της είναι άγνωστη, δεν είναι οργανικής προέλευσης («ιδιοπαθής υπέρταση»)
αρχ.
αυτός που έχει κάποιο ιδιαίτερο ψυχικό πάθος.
επίρρ...
ἰδιοπαθῶς (Α)
με προσωπικά κίνητρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -παθής (< πάθος), πρβλ. σεισμοπαθής, ψυχοπαθής].