ισοπληθής: Difference between revisions

From LSJ

Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἰσοπληθής]], -ές)<br />[[ίσος]] ως [[προς]] τον αριθμό, ως [[προς]] το [[ποσόν]] με άλλον, [[ισάριθμος]] («καὶ οἱ ἱππεῑς [[ἦσαν]] [[ἑκατέρωθεν]] ἰσοπληθεῑς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ισομεγέθης]], αυτός που έχει ίσο [[μέγεθος]] με [[κάτι]] («ἰσοπληθεῑς θαλάσσῃ ποταμοί», <b>Πολυδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισοπληθώς</i> (Α ἰσοπληθῶς)<br />με ισοπληθή τρόπο, ισάριθμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλῆθος]]), [[πρβλ]]. <i>απειρο</i>-<i>πληθής</i>, <i>χειρο</i>-<i>πληθής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[ἰσοπληθής]], -ές)<br />[[ίσος]] ως [[προς]] τον αριθμό, ως [[προς]] το [[ποσόν]] με άλλον, [[ισάριθμος]] («καὶ οἱ ἱππεῑς [[ἦσαν]] [[ἑκατέρωθεν]] ἰσοπληθεῑς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ισομεγέθης]], αυτός που έχει ίσο [[μέγεθος]] με [[κάτι]] («ἰσοπληθεῑς θαλάσσῃ ποταμοί», <b>Πολυδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισοπληθώς</i> (Α ἰσοπληθῶς)<br />με ισοπληθή τρόπο, ισάριθμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλῆθος]]), [[πρβλ]]. [[απειροπληθής]], [[χειροπληθής]]].
}}
}}

Revision as of 18:01, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές (Α ἰσοπληθής, -ές)
ίσος ως προς τον αριθμό, ως προς το ποσόν με άλλον, ισάριθμος («καὶ οἱ ἱππεῑς ἦσαν ἑκατέρωθεν ἰσοπληθεῑς», Ξεν.)
αρχ.
ισομεγέθης, αυτός που έχει ίσο μέγεθος με κάτι («ἰσοπληθεῑς θαλάσσῃ ποταμοί», Πολυδ.).
επίρρ...
ισοπληθώς (Α ἰσοπληθῶς)
με ισοπληθή τρόπο, ισάριθμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πληθής (< πλῆθος), πρβλ. απειροπληθής, χειροπληθής].