Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καλλίπεπλος: Difference between revisions

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η (AM [[καλλίπεπλος]], ὁ, ἡ)<br />αυτή που [[φορά]] ωραία πέπλα<br /><b>αρχ.</b><br />αυτή που [[φορά]] ωραία ενδύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πέπλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέπλον]]), [[πρβλ]]. <i>αγλαό</i>-<i>πεπλος</i>, <i>μακρό</i>-<i>πεπλος</i>].
|mltxt=ο, η (AM [[καλλίπεπλος]], ὁ, ἡ)<br />αυτή που [[φορά]] ωραία πέπλα<br /><b>αρχ.</b><br />αυτή που [[φορά]] ωραία ενδύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πέπλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέπλον]]), [[πρβλ]]. [[αγλαόπεπλος]], [[μακρόπεπλος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐπεπλος Medium diacritics: καλλίπεπλος Low diacritics: καλλίπεπλος Capitals: ΚΑΛΛΙΠΕΠΛΟΣ
Transliteration A: kallípeplos Transliteration B: kallipeplos Transliteration C: kallipeplos Beta Code: kalli/peplos

English (LSJ)

ὁ, ἡ, A with beautiful robe, beautifully clad, of women, Pi.P.3.25, E.Tr. 338(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1310] mit schönem Schleier, Gewande; Κορωνίς Pind. P. 3, 25; Φρυγῶν κόραι Eur. Tr. 338.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίπεπλος: ὁ, ἡ, ὁ φορῶν καλοὺς πέπλους, φορῶν καλὰ ἐνδύματα, ἐπὶ γυναικῶν, Πινδ. Π. 3. 43, Εὐρ. Τρῳ. 339.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au beau voile, au beau vêtement.
Étymologie: καλός, πέπλος.

English (Slater)

καλλῐπεπλος, -ον
 nbsp;  1 with lovely robe καλλιπέπλου Κορωνίδος (P. 3.25)

Greek Monolingual

ο, η (AM καλλίπεπλος, ὁ, ἡ)
αυτή που φορά ωραία πέπλα
αρχ.
αυτή που φορά ωραία ενδύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πέπλος (< πέπλον), πρβλ. αγλαόπεπλος, μακρόπεπλος].

Greek Monotonic

καλλίπεπλος: ὁ, ἡ, αυτός που φοράει καλά ρούχα, όμορφα ενδύματα, σε Πίνδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

καλλίπεπλος: в прекрасном одеянии, красиво одетый (Κορωνίς Pind.; Φρυγῶν κόραι Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίπεπλος -ον [καλός, πέπλος] met mooie peplos.

Middle Liddell

καλλί-πεπλος, ὁ, ἡ,
with beautiful robe, Pind., Eur.