κεντρίσκος: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κεντρίσκος]])<br />[[γένος]] γαστεροστεΐμορφων οστεϊχθύων της οικογένειας τών κεντρικιδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέντρον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίσκος</i> ([[πρβλ]]. <i>ουραν</i>-<i>ίσκος</i>, <i>παιδ</i>-<i>ίσκος</i>). Ως [[επιστημονικός]] όρος, η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>centriscus</i>].
|mltxt=ο (Α [[κεντρίσκος]])<br />[[γένος]] γαστεροστεΐμορφων οστεϊχθύων της οικογένειας τών κεντρικιδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέντρον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίσκος</i> ([[πρβλ]]. [[ουρανίσκος]], [[παιδίσκος]]). Ως [[επιστημονικός]] όρος, η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>centriscus</i>].
}}
}}

Revision as of 18:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεντρίσκος Medium diacritics: κεντρίσκος Low diacritics: κεντρίσκος Capitals: ΚΕΝΤΡΙΣΚΟΣ
Transliteration A: kentrískos Transliteration B: kentriskos Transliteration C: kentriskos Beta Code: kentri/skos

English (LSJ)

ὁ, a kind of A fish, Thphr.Fr.171.9; Schneid. κεστρινίσκος.

German (Pape)

[Seite 1418] ὁ, eine Fischart, Theophr.; Schneider vermuthet κεστρινίσκος.

Greek (Liddell-Scott)

κεντρίσκος: ὁ, εἶδος ἰχθύος, Θεοφρ. Ἀποσπ. 12. 9· Schneid. κεστρινίσκος.

Greek Monolingual

ο (Α κεντρίσκος)
γένος γαστεροστεΐμορφων οστεϊχθύων της οικογένειας τών κεντρικιδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + κατάλ. -ίσκος (πρβλ. ουρανίσκος, παιδίσκος). Ως επιστημονικός όρος, η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. centriscus].