κλιβανίτης: Difference between revisions

From LSJ

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κλιβανίτης]] και [[κριβανίτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (για άρτο) ο ψημένος σε φούρνο, [[κλιβανωτός]]<br /><b>2.</b> (κωμ. φρ.) «[[βοῦς]] κριβανίτας» — βόδια φουρνιστά, ψημένα στον φούρνο, <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλίβανος]] ή [[κρίβανος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. <i>ερημ</i>-[[ίτης]], <i>στεφαν</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=[[κλιβανίτης]] και [[κριβανίτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (για άρτο) ο ψημένος σε φούρνο, [[κλιβανωτός]]<br /><b>2.</b> (κωμ. φρ.) «[[βοῦς]] κριβανίτας» — βόδια φουρνιστά, ψημένα στον φούρνο, <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλίβανος]] ή [[κρίβανος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[ερημίτης]], [[στεφανίτης]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 07:45, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλιβανίτης Medium diacritics: κλιβανίτης Low diacritics: κλιβανίτης Capitals: ΚΛΙΒΑΝΙΤΗΣ
Transliteration A: klibanítēs Transliteration B: klibanitēs Transliteration C: klivanitis Beta Code: klibani/ths

English (LSJ)

v. κριβανίτης.

German (Pape)

[Seite 1452] ἄρτος, ὁ, Brot, das im Ofen gebacken ist; Diphil. bei Ath. III, 115 e Amips. B. A. 103. Vgl. κριβανίτης.

Greek Monolingual

κλιβανίτης και κριβανίτης, ὁ (Α)
1. (για άρτο) ο ψημένος σε φούρνο, κλιβανωτός
2. (κωμ. φρ.) «βοῦς κριβανίτας» — βόδια φουρνιστά, ψημένα στον φούρνο, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίβανος ή κρίβανος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. ερημίτης, στεφανίτης)].

Greek Monotonic

κλῑβᾰνίτης: κλίβᾰνος, βλ. κριβαν-.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλιβανίτης -ου [κλίβανος] uit de oven:. ἄρτοι κλιβανῖται in de oven gebakken broden Hp. Vict. 42.