κηροπαγής: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κηροπαγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> συναρμοσμένος, στερεωμένος, κολλημένος με [[κερί]]<br /><b>2.</b> κατασκευασμένος με [[κερί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>παγ</i>- του [[πήγνυμι]], [[πρβλ]]. παθ. αόρ. β' <i>ε</i>-<i>πάγ</i>-<i>ην</i>), [[πρβλ]]. <i>δορυ</i>-<i>παγής</i>, <i>προσωπο</i>-<i>παγής</i>].
|mltxt=[[κηροπαγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> συναρμοσμένος, στερεωμένος, κολλημένος με [[κερί]]<br /><b>2.</b> κατασκευασμένος με [[κερί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>παγ</i>- του [[πήγνυμι]], [[πρβλ]]. παθ. αόρ. β' <i>ε</i>-<i>πάγ</i>-<i>ην</i>), [[πρβλ]]. [[δορυπαγής]], [[προσωποπαγής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:30, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηροπᾰγής Medium diacritics: κηροπαγής Low diacritics: κηροπαγής Capitals: ΚΗΡΟΠΑΓΗΣ
Transliteration A: kēropagḗs Transliteration B: kēropagēs Transliteration C: kiropagis Beta Code: khropagh/s

English (LSJ)

ές, A fastened with wax, θαλάμαι AP6.239 (Apollonid.), cf. Man.1.242.

German (Pape)

[Seite 1433] ές, aus Wachs zusammengefügt; θαλάμαι, Bienenzellen, Apollnds. 6 (VI, 239); τρίχες Maneth. 1, 242.

Greek (Liddell-Scott)

κηροπᾰγής: -ές, ἐστερεωμένος, ἐστηριγμένος, κεκολλημένος διὰ κηροῦ, Ἀνθολ. Π. 6. 239. Μανέθ. 1. 242.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
collé avec de la cire.
Étymologie: κηρός, πήγνυμι.

Greek Monolingual

κηροπαγής, -ές (Α)
1. συναρμοσμένος, στερεωμένος, κολλημένος με κερί
2. κατασκευασμένος με κερί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -παγής (< θ. παγ- του πήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β' ε-πάγ-ην), πρβλ. δορυπαγής, προσωποπαγής].

Greek Monotonic

κηροπᾰγής: -ές (πήγνυμι), δεμένος με κερί, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κηροπᾰγής: Anth. = κηροδέτης.

Middle Liddell

κηρο-πᾰγής, ές πήγνυμι
fastened with wax, Anth.