κρανιοθλάστης: Difference between revisions
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και κρανιοθραύστης, ο<br />το [[ρόπαλο]] με το οποίο οι πρωτόγονοι άνθρωποι έθραυαν τα κεφάλια τών εχθρών τους ή τών θηρίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρανίο]] <span style="color: red;">+</span> -[[θλάστης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θλῶ</i>) ή [[θραύστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[θραύω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=και κρανιοθραύστης, ο<br />το [[ρόπαλο]] με το οποίο οι πρωτόγονοι άνθρωποι έθραυαν τα κεφάλια τών εχθρών τους ή τών θηρίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρανίο]] <span style="color: red;">+</span> -[[θλάστης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θλῶ</i>) ή [[θραύστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[θραύω]]), [[πρβλ]]. [[οστεοθλάστης]], [[καρυοθραύστης]]. Η λ. <i>κρανιο</i>-[[θραύστης]] μαρτυρείται από το 1891 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:48, 24 August 2021
Greek Monolingual
και κρανιοθραύστης, ο
το ρόπαλο με το οποίο οι πρωτόγονοι άνθρωποι έθραυαν τα κεφάλια τών εχθρών τους ή τών θηρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανίο + -θλάστης (< θλῶ) ή θραύστης (< θραύω), πρβλ. οστεοθλάστης, καρυοθραύστης. Η λ. κρανιο-θραύστης μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].