κριόστασις: Difference between revisions
From LSJ
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κριόστασις]], -έως, ἡ (Α)<br />η ξύλινη [[βάση]] του πολιορκητικού κριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κριός]] <span style="color: red;">+</span> [[στάσις]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἵστημι]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[κριόστασις]], -έως, ἡ (Α)<br />η ξύλινη [[βάση]] του πολιορκητικού κριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κριός]] <span style="color: red;">+</span> [[στάσις]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἵστημι]]), [[πρβλ]]. [[βούστασις]], [[ιππόστασις]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 23 August 2021
English (LSJ)
εως, ἡ, A station, position for a battering-ram, Ph.Bel. 92.19.
German (Pape)
[Seite 1510] ἡ, das Gestell des Mauerbrechers, Philo mathem.
Greek (Liddell-Scott)
κρῑόστᾰσις: -εως, ἡ, ἡ ξυλίνη συσκευὴ ἡ ὑποστηρίζουσα τὸν πολιορκητικὸν κριόν, Ἀρχ. Μαθ. σ. 92.
Greek Monolingual
κριόστασις, -έως, ἡ (Α)
η ξύλινη βάση του πολιορκητικού κριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + στάσις (< ἵστημι), πρβλ. βούστασις, ιππόστασις].