κωλυσιεργός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ό(ν) (Α [[κωλυσιεργός]], -όν)<br />αυτός που προβάλλει προσκόμματα στη [[συντέλεση]] ενός έργου, αυτός που εφαρμόζει [[κωλυσιεργία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κωλυσ</i>- του [[κωλύω]] ([[πρβλ]]. <i>κώλυσ</i>-<i>ις</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. <i>αγαθο</i>-<i>εργός</i>, <i>ανεν</i>-<i>εργός</i>. Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]].
|mltxt=-ό(ν) (Α [[κωλυσιεργός]], -όν)<br />αυτός που προβάλλει προσκόμματα στη [[συντέλεση]] ενός έργου, αυτός που εφαρμόζει [[κωλυσιεργία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κωλυσ</i>- του [[κωλύω]] ([[πρβλ]]. <i>κώλυσ</i>-<i>ις</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[αγαθοεργός]], [[ανενεργός]]. Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]].
}}
}}

Revision as of 18:45, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωλῡσιεργός Medium diacritics: κωλυσιεργός Low diacritics: κωλυσιεργός Capitals: ΚΩΛΥΣΙΕΡΓΟΣ
Transliteration A: kōlysiergós Transliteration B: kōlysiergos Transliteration C: kolysiergos Beta Code: kwlusiergo/s

English (LSJ)

όν, A hindering from work, τοῦ φιλοσοφεῖν Iamb.Protr.21.κβ.

German (Pape)

[Seite 1543] die Arbeit hindernd, störend, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

κωλῡσιεργός: -όν, κωλύων ἀπὸ τοῦ ἔργου, τοῦ φιλοσοφεῖν Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 356 Kiessl.

Greek Monolingual

-ό(ν) (Α κωλυσιεργός, -όν)
αυτός που προβάλλει προσκόμματα στη συντέλεση ενός έργου, αυτός που εφαρμόζει κωλυσιεργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ- του κωλύω (πρβλ. κώλυσ-ις) + -εργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθοεργός, ανενεργός. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.