λεπτόδομος: Difference between revisions
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λεπτόδομος]], -ον (Α)<br />κατασκευασμένος με [[λεπτότητα]], [[λεπτοκαμωμένος]], [[λεπτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- (<span style="color: red;"><</span> επίρρ. <i>λεπτά</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[δόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέμω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[λεπτόδομος]], -ον (Α)<br />κατασκευασμένος με [[λεπτότητα]], [[λεπτοκαμωμένος]], [[λεπτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- (<span style="color: red;"><</span> επίρρ. <i>λεπτά</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[δόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέμω]]), [[πρβλ]]. [[πηλόδομος]], [[πρόδομος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:50, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, (δέμω) A slightly framed, slight, πείσματα A.Pers.112 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 30] dünn-, seingebaut, sein, πείσματα Aesch. Pers. 112.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτόδομος: -ον, λεπτῶς κατεσκευασμένος, λεπτός, πεῖσμα Αἰσχύλ. Πέρσ. 112.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bâti légèrement, fragile.
Étymologie: λεπτός, δέμω.
Greek Monolingual
λεπτόδομος, -ον (Α)
κατασκευασμένος με λεπτότητα, λεπτοκαμωμένος, λεπτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- (< επίρρ. λεπτά) + -δόμος (< δέμω), πρβλ. πηλόδομος, πρόδομος].
Greek Monotonic
λεπτόδομος: -ον (δέμω), κατασκευασμένος με λεπτότητα, κομψός, λεπτοκαμωμένος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
λεπτόδομος: δέμω тонко сработанный, тонкий (πείσματα Aesch.).