μήχι: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (pape replacement)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μήχι]] (Α)<br />[[μόριο]] το οποίο έχει [[σχέση]] με το [[μόριο]] <i>μη</i>, όπως και το [[ουχί]] έχει</i> [[σχέση]] με το [[μόριο]] <i>ου</i> και το [[ναιχί]] με το [[μόριο]] <i>ναι</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μή</i>-<i>χι</i> ([[πρβλ]]. [[οὐχί]])].
|mltxt=[[μήχι]] (Α)<br />[[μόριο]] το οποίο έχει [[σχέση]] με το [[μόριο]] <i>μη</i>, όπως και το [[ουχί]] έχει</i> [[σχέση]] με το [[μόριο]] <i>ου</i> και το [[ναιχί]] με το [[μόριο]] <i>ναι</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μή</i>-<i>χι</i> ([[πρβλ]]. [[οὐχί]])].
}}
{{pape
|ptext=nach [[οὐχί]] [[gebildet]], Eubul. <i>B.A</i>. 108.14.
}}
}}

Revision as of 16:31, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήχι Medium diacritics: μήχι Low diacritics: μήχι Capitals: ΜΗΧΙ
Transliteration A: mḗchi Transliteration B: mēchi Transliteration C: michi Beta Code: mh/xi

English (LSJ)

related to μή as οὐχί to οὐ, ναίχι to ναί, Eub.23.

Greek Monolingual

μήχι (Α)
μόριο το οποίο έχει σχέση με το μόριο μη, όπως και το ουχί έχει σχέση με το μόριο ου και το ναιχί με το μόριο ναι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μή-χι (πρβλ. οὐχί)].

German (Pape)

nach οὐχί gebildet, Eubul. B.A. 108.14.