μαστιγονόμος: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαστιγονόμος]], ον (Α)<br />κατώτερος [[αστυνομικός]] [[υπάλληλος]] ή [[κλητήρας]] εφοδιασμένος με [[μαστίγιο]], ο [[οποίος]] είχε ως [[καθήκον]] την [[τήρηση]] της τάξης στα θέατρα, στους αγώνες και στις δημόσιες συγκεντρώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάστιξ]], -<i>ιγος</i> <span style="color: red;">+</span> [[νόμος]] ([[πρβλ]]. <i>θαλασσο</i>-[[νόμος]], <i>σιτο</i>-[[νόμος]])].
|mltxt=[[μαστιγονόμος]], ον (Α)<br />κατώτερος [[αστυνομικός]] [[υπάλληλος]] ή [[κλητήρας]] εφοδιασμένος με [[μαστίγιο]], ο [[οποίος]] είχε ως [[καθήκον]] την [[τήρηση]] της τάξης στα θέατρα, στους αγώνες και στις δημόσιες συγκεντρώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάστιξ]], -<i>ιγος</i> <span style="color: red;">+</span> [[νόμος]] ([[πρβλ]]. [[θαλασσονόμος]], [[σιτονόμος]])].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μαστῑγονόμος:''' ὁ мастигоном, надсмотрщик с бичом Plut.
|elrutext='''μαστῑγονόμος:''' ὁ мастигоном, надсмотрщик с бичом Plut.
}}
}}

Revision as of 07:55, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστῑγονόμος Medium diacritics: μαστιγονόμος Low diacritics: μαστιγονόμος Capitals: ΜΑΣΤΙΓΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: mastigonómos Transliteration B: mastigonomos Transliteration C: mastigonomos Beta Code: mastigono/mos

English (LSJ)

ον, A = μαστιγοφόρος, Plu.2.553a.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
inspecteur de police armé d’un fouet.
Étymologie: μάστιξ, νέμω.

Greek Monolingual

μαστιγονόμος, ον (Α)
κατώτερος αστυνομικός υπάλληλος ή κλητήρας εφοδιασμένος με μαστίγιο, ο οποίος είχε ως καθήκον την τήρηση της τάξης στα θέατρα, στους αγώνες και στις δημόσιες συγκεντρώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ, -ιγος + νόμος (πρβλ. θαλασσονόμος, σιτονόμος)].

Russian (Dvoretsky)

μαστῑγονόμος: ὁ мастигоном, надсмотрщик с бичом Plut.