μελάγχολος: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μελάγχολος:''' омоченный в черной желчи (ἰοί Soph.).
|elrutext='''μελάγχολος:''' [[омоченный в черной желчи]] (ἰοί Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μελάγ-χολος, ον [[χολή]]<br />dipped in [[black]] [[bile]], Soph.
|mdlsjtxt=μελάγ-χολος, ον [[χολή]]<br />dipped in [[black]] [[bile]], Soph.
}}
}}

Revision as of 13:25, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάγχολος Medium diacritics: μελάγχολος Low diacritics: μελάγχολος Capitals: ΜΕΛΑΓΧΟΛΟΣ
Transliteration A: meláncholos Transliteration B: melancholos Transliteration C: melagcholos Beta Code: mela/gxolos

English (LSJ)

ον, A dipped in black bile, ἰοί S.Tr.573.

German (Pape)

[Seite 118] mit schwarzer Galle bestrichen, ἰοί, Soph. Trach. 570.

Greek (Liddell-Scott)

μελάγχολος: -ον, (χολὴ) ὁ εἰς μέλαιναν χολὴν βεβαπτισμένος, «βουτημένος», ἰοὶ Σοφ. Τρ. 573.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
enduit d’un fiel noir.
Étymologie: μέλας, χολή.

Greek Monolingual

μελάγχολος, -ον (Α)
(για βέλη εμβαπτισμένα σε μαύρη χολή) φαρμακερός, δηλητηριώδης («μελαγχόλους ἔβαψεν ἰοὺς θρέμμα Λερναίας ὕδρας», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + χολή (πρβλ. πικρό-χολος)].

Greek Monotonic

μελάγχολος: -ον (χολή), βουτηγμένος σε μαύρη χολή, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

μελάγχολος: омоченный в черной желчи (ἰοί Soph.).

Middle Liddell

μελάγ-χολος, ον χολή
dipped in black bile, Soph.