μεσσόθεν: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 9: Line 9:
|Beta Code=messo/qen
|Beta Code=messo/qen
|Definition=''poet.'' for [[μεσόθεν]], Adv. [[from the middle]], μ. [[ἰσοπαλές]] Parm. 8.44, cf. ARh. 1.1168; c. gen., μ. [[ὕλης]] ''AP'' 9.661 (Jul. Aeg.); [[μεσόθεν]], Ti.Locr. 95e.
|Definition=''poet.'' for [[μεσόθεν]], Adv. [[from the middle]], μ. [[ἰσοπαλές]] Parm. 8.44, cf. ARh. 1.1168; c. gen., μ. [[ὕλης]] ''AP'' 9.661 (Jul. Aeg.); [[μεσόθεν]], Ti.Locr. 95e.
}}
{{bailly
|btext=<i>poét. p.</i> [[μεσόθεν]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεσσόθεν''': ποιητ. ἀντὶ [[μεσόθεν]], ἐπίρρ., ἐκ τοῦ μέσου, Παρμενίδης ἐν Πλάτ. Σοφιστ. 244Ε, Ἀπολ. Ρόδ. Α. 1168· μετὰ γεν., μ. ὕλης Ἀνθ. Π. 9. 661· - μέσοθεν παρὰ Τιμ. τῷ Λοκρ. 95D.
|lstext='''μεσσόθεν''': ποιητ. ἀντὶ [[μεσόθεν]], ἐπίρρ., ἐκ τοῦ μέσου, Παρμενίδης ἐν Πλάτ. Σοφιστ. 244Ε, Ἀπολ. Ρόδ. Α. 1168· μετὰ γεν., μ. ὕλης Ἀνθ. Π. 9. 661· - μέσοθεν παρὰ Τιμ. τῷ Λοκρ. 95D.
}}
{{bailly
|btext=<i>poét. p.</i> [[μεσόθεν]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:10, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσσόθεν Medium diacritics: μεσσόθεν Low diacritics: μεσσόθεν Capitals: ΜΕΣΣΟΘΕΝ
Transliteration A: messóthen Transliteration B: messothen Transliteration C: messothen Beta Code: messo/qen

English (LSJ)

poet. for μεσόθεν, Adv. from the middle, μ. ἰσοπαλές Parm. 8.44, cf. ARh. 1.1168; c. gen., μ. ὕλης AP 9.661 (Jul. Aeg.); μεσόθεν, Ti.Locr. 95e.

French (Bailly abrégé)

poét. p. μεσόθεν.

Greek (Liddell-Scott)

μεσσόθεν: ποιητ. ἀντὶ μεσόθεν, ἐπίρρ., ἐκ τοῦ μέσου, Παρμενίδης ἐν Πλάτ. Σοφιστ. 244Ε, Ἀπολ. Ρόδ. Α. 1168· μετὰ γεν., μ. ὕλης Ἀνθ. Π. 9. 661· - μέσοθεν παρὰ Τιμ. τῷ Λοκρ. 95D.

Greek Monolingual

μεσσόθεν (ποιητ. τ.) και μεσόθεν και μέσοθεν (Α)
επίρρ.
1. από τη μέση
2. στη μέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(σ)ος (βλ. λ. μέσος) + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. οίκο-θεν)].

Greek Monotonic

μεσσόθεν: ποιητ. αντί μεσόθεν, επίρρ., από τη μέση, σε Ανθ.

Middle Liddell

from the middle, Anth.