χωριάτης: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜ, θηλ. χωριάτα και χωριάτισσα, Ν<br />[[κάτοικος]] χωριού, [[χωρικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[άνθρωπος]] [[αγροίκος]], [[απολίτιστος]], [[άξεστος]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «ο [[χωριάτης]] κι αν πλουτήνει, το [[τσαρούχι]] δεν τ' αφήνει» — δηλώνει ότι οι πολύχρονες συνήθειες δεν ξεχνιούνται εύκολα<br />β) «[[χωριάτης]] [[άγιος]] κι αν γενεί, να μην τον προσκυνήσεις» και «[[χωριάτης]] εγεννήθηκε, [[ματσούκα]] πελεκιέται» — λέγεται για όσους εκ φύσεως [[είναι]] ανάξιοι [[κάθε]] εκτίμησης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χωρίον]] / [[χωριό]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άτης</i> ([[πρβλ]]. [[αγώγι]]: <i>αγωγι</i>-<i>άτης</i>)].
|mltxt=ο, ΝΜ, θηλ. χωριάτα και χωριάτισσα, Ν<br />[[κάτοικος]] χωριού, [[χωρικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[άνθρωπος]] [[αγροίκος]], [[απολίτιστος]], [[άξεστος]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «ο [[χωριάτης]] κι αν πλουτήνει, το [[τσαρούχι]] δεν τ' αφήνει» — δηλώνει ότι οι πολύχρονες συνήθειες δεν ξεχνιούνται εύκολα<br />β) «[[χωριάτης]] [[άγιος]] κι αν γενεί, να μην τον προσκυνήσεις» και «[[χωριάτης]] εγεννήθηκε, [[ματσούκα]] πελεκιέται» — λέγεται για όσους εκ φύσεως [[είναι]] ανάξιοι [[κάθε]] εκτίμησης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χωρίον]] / [[χωριό]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άτης</i> ([[πρβλ]]. [[αγώγι]]: [[αγωγιάτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:52, 13 May 2023

Greek Monolingual

ο, ΝΜ, θηλ. χωριάτα και χωριάτισσα, Ν
κάτοικος χωριού, χωρικός
νεοελλ.
1. μτφ. άνθρωπος αγροίκος, απολίτιστος, άξεστος
2. παροιμ. φρ. α) «ο χωριάτης κι αν πλουτήνει, το τσαρούχι δεν τ' αφήνει» — δηλώνει ότι οι πολύχρονες συνήθειες δεν ξεχνιούνται εύκολα
β) «χωριάτης άγιος κι αν γενεί, να μην τον προσκυνήσεις» και «χωριάτης εγεννήθηκε, ματσούκα πελεκιέται» — λέγεται για όσους εκ φύσεως είναι ανάξιοι κάθε εκτίμησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χωρίον / χωριό + κατάλ. -άτης (πρβλ. αγώγι: αγωγιάτης)].