ἡμισύθλαστος: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡμισύθλαστος]], -ον (Α)<br />[[κατά]] το ήμισυ [[τεθλασμένος]], μισοσπασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήμισυς]] <span style="color: red;">+</span> [[θλαστός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θλω</i> «[[σπάω]]»), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἡμισύθλαστος]], -ον (Α)<br />[[κατά]] το ήμισυ [[τεθλασμένος]], μισοσπασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήμισυς]] <span style="color: red;">+</span> [[θλαστός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θλω</i> «[[σπάω]]»), [[πρβλ]]. [[εύθλαστος]], [[κεφαλόθλα]]-<i>στος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:15, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A half-crushed, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμισύθλαστος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ τεθλασμένος, ἡμίθλαστος, Ἡσυχ.
Greek Monolingual
ἡμισύθλαστος, -ον (Α)
κατά το ήμισυ τεθλασμένος, μισοσπασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμισυς + θλαστός (< θλω «σπάω»), πρβλ. εύθλαστος, κεφαλόθλα-στος].