γαλερός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γαλερός''': -ά, -όν, [[εὔθυμος]], Α. Β. 229.―Ἐπίρρ. –ρῶς Ἀνθ. Π. 12. 50.
|lstext='''γαλερός''': -ά, -όν, [[εὔθυμος]], Α. Β. 229.―Ἐπίρρ. [[γαλερῶς]] Ἀνθ. Π. 12. 50.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γαλερός]], -ά, -όν (Α)<br />[[εύθυμος]], [[ιλαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από το επίθ. [[γαληρός]] <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>γαλη</i>- ([[πρβλ]]. [[γαλήνη]]) <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>ρος</i>, αναλογικά [[προς]] τα επίθ. σε -<i>ερός</i> (([[πρβλ]].[[στυγερός]], [[κρατερός]] <b>κ.λπ.</b>)].
|mltxt=[[γαλερός]], -ά, -όν (Α)<br />[[εύθυμος]], [[ιλαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από το επίθ. [[γαληρός]] <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>γαλη</i>- ([[πρβλ]]. [[γαλήνη]]) <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>ρος</i>, αναλογικά [[προς]] τα επίθ. σε -<i>ερός</i> ([[πρβλ]]. [[στυγερός]], [[κρατερός]] <b>κ.λπ.</b>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γᾰλερός:''' -ά, -όν ([[γαίω]]), [[εύθυμος]], [[ευδιάθετος]], [[κεφάτος]]· επίρρ. <i>-ρῶς</i>, σε Ανθ.
|lsmtext='''γᾰλερός:''' -ά, -όν ([[γαίω]]), [[εύθυμος]], [[ευδιάθετος]], [[κεφάτος]]· επίρρ. [[γαλερῶς]], σε Ανθ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[γαίω]]?]<br />[[cheerful]]: adv. -ρῶς, Anth.
|mdlsjtxt=[[γαίω]]?]<br />[[cheerful]]: adv. [[γαλερῶς]], Anth.
}}
}}

Revision as of 18:53, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλερός Medium diacritics: γαλερός Low diacritics: γαλερός Capitals: ΓΑΛΕΡΟΣ
Transliteration A: galerós Transliteration B: galeros Transliteration C: galeros Beta Code: galero/s

English (LSJ)

ά, όν, A = γαληνός, cheerful, Hsch., AB229. Adv. γαλερῶς cj. in AP12.50 (Asclep.).

German (Pape)

[Seite 471] heiter, vergnügt, VLL. – Adv., πίνειν Asclpds. 9 (XII, 50).

Greek (Liddell-Scott)

γαλερός: -ά, -όν, εὔθυμος, Α. Β. 229.―Ἐπίρρ. γαλερῶς Ἀνθ. Π. 12. 50.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
serein.
Étymologie: DELG même groupe que γελάω.

Spanish (DGE)

-όν
• Alolema(s): γαλη- Hsch.
apacible Paus.Gr.γ 2, Hsch., AB 229.31.

Greek Monolingual

γαλερός, -ά, -όν (Α)
εύθυμος, ιλαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το επίθ. γαληρός < (θ.) γαλη- (πρβλ. γαλήνη) + (επίθημα) -ρος, αναλογικά προς τα επίθ. σε -ερός (πρβλ. στυγερός, κρατερός κ.λπ.)].

Greek Monotonic

γᾰλερός: -ά, -όν (γαίω), εύθυμος, ευδιάθετος, κεφάτος· επίρρ. γαλερῶς, σε Ανθ.

Middle Liddell

γαίω?]
cheerful: adv. γαλερῶς, Anth.