θυτεῖον: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thyteion | |Transliteration C=thyteion | ||
|Beta Code=qutei=on | |Beta Code=qutei=on | ||
|Definition=τό, ([[θύω]] A) | |Definition=τό, ([[θύω]] A) [[place for sacrificing]], <span class="bibl">Aeschin.3.122</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 00:00, 24 August 2022
English (LSJ)
τό, (θύω A) place for sacrificing, Aeschin.3.122.
German (Pape)
[Seite 1228] τό, der Opferplatz, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
θῠτεῖον: τό, τόπος ἔνθα ἐτελοῦντο θυσίαι, Αἰσχίν. 70, ἐν τέλ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
emplacement pour le sacrifice.
Étymologie: θύω¹.
Greek Monolingual
θυτεῑον, τὸ (Α)
ορισμένος τόπος όπου τελούνται θυσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θυτ- (πρβλ. το αμάρτυρο ρηματικό επίθ. θυτός [μαρτυρείται μόνο τ. ά-θυτος]) + κατάλ. -είον (πρβλ. αστεροσκοπείον, ιερείον)].
Greek Monotonic
θῠτεῖον: τό (θύω Α), τόπος θυσίας, μέρος για τέλεση θυσιών, σε Αισχίν.
Middle Liddell
θῠτεῖον, ου, τό, [θύω1]
a place for sacrificing, Aeschin.