καμασῆνες: Difference between revisions
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kamasines | |Transliteration C=kamasines | ||
|Beta Code=kamash=nes | |Beta Code=kamash=nes | ||
|Definition=ων, οἱ, | |Definition=ων, οἱ, [[fish]], <span class="bibl">Emp.72</span>, <span class="bibl">74</span>; a special kind of fish, <span class="title">AP</span>11.20 (Antip. Thess.): sg., Hdn.Gr.2.923. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 00:40, 24 August 2022
English (LSJ)
ων, οἱ, fish, Emp.72, 74; a special kind of fish, AP11.20 (Antip. Thess.): sg., Hdn.Gr.2.923.
German (Pape)
[Seite 1316] οἱ, eine Art Fische; Antp. Th. 45 (XI, 20); Ath. VIII, 334 b, aus Empedocl. – Sing. καμασήν Hdn. περὶ μον. λ. p. 17, 7; bei Arcad. 8, 24 καμασσήν.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμᾰσῆνες: -ων, οἱ, εἶδος ἰχθύων, Ἀνθ. Π. 11. 20· ἀλλὰ παρὰ Ἐμπεδ. 235, 285, ἐπὶ ἰχθύων ἐν γένει.
Greek Monolingual
καμασῆνες, -ήνων, οἱ (Α)
1. ονομασία των ψαριών
2. είδος ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε κάμασος, που εμφανίζει επίθημα -σος (πρβλ. κόμπασος, πέτασος). Ο τ. καμασῆνες συνδέεται πιθ. με λιθουαν. šāmas, λετον. sams, ρωσ. som και με τη λ. κάμαξ.
Greek Monotonic
κᾰμᾰσῆνες: -ων, οἱ, είδος ψαριών, σε Ανθ. (ξέν. λέξη).